θυραίος: Difference between revisions
Ὕπνος δὲ πάσης ἐστὶν ὑγίεια νόσου → Sopor est hominibus ipsa vitae sanitas → Genesung bringt von jeder Krankheit tiefer Schlaf
(17) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt= | |mltxt=θυραῖος, -ον, θηλ. και θυραία, και αιολ. τ. θύραος (ΑΜ) [[θύρα]]<br />αυτός που βρίσκεται έξω από τη [[χώρα]], ο [[εξωτερικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται στη [[θύρα]] ή έξω από τη [[θύρα]]<br /><b>2.</b> αυτός που απουσιάζει, που δεν βρίσκεται στο [[σπίτι]]<br /><b>3.</b> αυτός που προέρχεται από [[ξένη]] γη, ο [[αλλότριος]], ο [[ξένος]], ο [[ξενικός]] (α. «ἄνδρες θυραῖοι» — ξένοι, άλλοι άνθρωποι, <b>Ευρ.</b><br />β. «θυραῖα φρονήματ' ἀνδρῶν» — οι σκέψεις τών ξένων, <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> (για πράγματα) αυτός που ανήκει σε άλλον (α. «[[ὄλβος]] θυραῖος» — η [[ευτυχία]] τών άλλων, <b>Αισχύλ.</b><br />β. «θυραία [[χείρ]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>5.</b> αυτός που περιέχει τη [[θύρα]] («θυραῖος τοῖχος»)<br /><b>6.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ θυραία</i><br />η [[είσοδος]], το [[άνοιγμα]] της πόρτας<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «θυραῖος [[πόλεμος]]» — ο [[εξωτερικός]] [[πόλεμος]], ο [[εναντίον]] ξένων [[πόλεμος]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον εμφύλιο, τον εσωτερικό, <b>Αισχύλ.</b><br />β) «θυραῖος ἐλθεῖν» — να έλθει από [[ξένη]] γη, <b>Ευρ.</b><br />γ) «τοὺς δ' ἐν θυραίοις» — αυτούς που ζουν σε [[ξένη]] γη<br />δ. «θυραῖον ἀμφὶ μηρόν» — [[γύρω]] απὸ τον [[γυμνό]] μηρό». | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:30, 6 February 2024
Greek Monolingual
θυραῖος, -ον, θηλ. και θυραία, και αιολ. τ. θύραος (ΑΜ) θύρα
αυτός που βρίσκεται έξω από τη χώρα, ο εξωτερικός
αρχ.
1. αυτός που βρίσκεται στη θύρα ή έξω από τη θύρα
2. αυτός που απουσιάζει, που δεν βρίσκεται στο σπίτι
3. αυτός που προέρχεται από ξένη γη, ο αλλότριος, ο ξένος, ο ξενικός (α. «ἄνδρες θυραῖοι» — ξένοι, άλλοι άνθρωποι, Ευρ.
β. «θυραῖα φρονήματ' ἀνδρῶν» — οι σκέψεις τών ξένων, Ευρ.)
4. (για πράγματα) αυτός που ανήκει σε άλλον (α. «ὄλβος θυραῖος» — η ευτυχία τών άλλων, Αισχύλ.
β. «θυραία χείρ», Ευρ.)
5. αυτός που περιέχει τη θύρα («θυραῖος τοῖχος»)
6. το θηλ. ως ουσ. ἡ θυραία
η είσοδος, το άνοιγμα της πόρτας
7. φρ. α) «θυραῖος πόλεμος» — ο εξωτερικός πόλεμος, ο εναντίον ξένων πόλεμος, σε αντιδιαστολή προς τον εμφύλιο, τον εσωτερικό, Αισχύλ.
β) «θυραῖος ἐλθεῖν» — να έλθει από ξένη γη, Ευρ.
γ) «τοὺς δ' ἐν θυραίοις» — αυτούς που ζουν σε ξένη γη
δ. «θυραῖον ἀμφὶ μηρόν» — γύρω απὸ τον γυμνό μηρό».