Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κήλον: Difference between revisions

From LSJ

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d
(20)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κῆλον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> το [[ξύλο]], το [[στέλεχος]] του βέλους<br /><b>2.</b> το [[βέλος]] («[[ἐννῆμαρ]] μὲν ἀνὰ στρατὸν ὤχετο κῆλα θεοῑο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «κῆλα νεῶν» <br />α) ξύλα, [[ξυλεία]] για [[κατασκευή]] πλοίων<br />β) <b>συνεκδ.</b> τα πλοία<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> «φόρμιγγος κῆλα» — τα ξύλα της φόρμιγγας, η [[φόρμιγγα]] («[φόρμιγγος] κῆλα καί δαιμόνων θέλγει φρένας», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. απαντά στον πληθ. (<i>κῆλα</i>), συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>śara</i>- «[[βέλος]]», [[μέσο]] ιρλδ. <i>cail</i> «[[ακόντιο]]» και ανάγεται πιθ. σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>kel</i>- «[[βέλος]], δύσκαμπτο [[καλάμι]]». Η [[σύνδεση]] με τον τ. <i>κᾱλόν</i> «[[ξύλο]]» δεν θεωρείται ορθή].
|mltxt=[[κῆλον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> το [[ξύλο]], το [[στέλεχος]] του βέλους<br /><b>2.</b> το [[βέλος]] («[[ἐννῆμαρ]] μὲν ἀνὰ στρατὸν ὤχετο κῆλα θεοῖο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «κῆλα νεῶν» <br />α) ξύλα, [[ξυλεία]] για [[κατασκευή]] πλοίων<br />β) <b>συνεκδ.</b> τα πλοία<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> «φόρμιγγος κῆλα» — τα ξύλα της φόρμιγγας, η [[φόρμιγγα]] («[φόρμιγγος] κῆλα καί δαιμόνων θέλγει φρένας», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. απαντά στον πληθ. (<i>κῆλα</i>), συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>śara</i>- «[[βέλος]]», [[μέσο]] ιρλδ. <i>cail</i> «[[ακόντιο]]» και ανάγεται πιθ. σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>kel</i>- «[[βέλος]], δύσκαμπτο [[καλάμι]]». Η [[σύνδεση]] με τον τ. <i>κᾱλόν</i> «[[ξύλο]]» δεν θεωρείται ορθή].
}}
}}

Latest revision as of 14:37, 6 February 2024

Greek Monolingual

κῆλον, τὸ (Α)
1. το ξύλο, το στέλεχος του βέλους
2. το βέλοςἐννῆμαρ μὲν ἀνὰ στρατὸν ὤχετο κῆλα θεοῖο», Ομ. Ιλ.)
3. φρ. «κῆλα νεῶν»
α) ξύλα, ξυλεία για κατασκευή πλοίων
β) συνεκδ. τα πλοία
4. μτφ. «φόρμιγγος κῆλα» — τα ξύλα της φόρμιγγας, η φόρμιγγα («[φόρμιγγος] κῆλα καί δαιμόνων θέλγει φρένας», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά στον πληθ. (κῆλα), συνδέεται με αρχ. ινδ. śara- «βέλος», μέσο ιρλδ. cail «ακόντιο» και ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα kel- «βέλος, δύσκαμπτο καλάμι». Η σύνδεση με τον τ. κᾱλόν «ξύλο» δεν θεωρείται ορθή].