χειροτονώ: Difference between revisions
From LSJ
ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=χειροτονῶ, -έω, ΝΜΑ<br /><b>εκκλ.</b> [[διενεργώ]] [[χειροτονία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[δέρνω]], [[ξυλοκοπώ]] («τον χειροτόνησε για τα καλά»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[αναδεικνύω]], [[αναγορεύω]] (α. «Γάλλον Καίσαρα χειροτονήσας», Φιλόστρ.<br />β. | |mltxt=χειροτονῶ, -έω, ΝΜΑ<br /><b>εκκλ.</b> [[διενεργώ]] [[χειροτονία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[δέρνω]], [[ξυλοκοπώ]] («τον χειροτόνησε για τα καλά»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[αναδεικνύω]], [[αναγορεύω]] (α. «Γάλλον Καίσαρα χειροτονήσας», Φιλόστρ.<br />β. «πᾶς [[ἄρχων]] ὑπὸ Θεοῦ κεχειροτόνηται», Ισίδ. Πηλ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[υψώνω]] το [[χέρι]] για να εκφράσω [[γνώμη]] ή για να δηλώσω την απόφασή μου, την ψήφο μου (α. «ὁπότερον δ' ἄν τῶν νόμων χειροτονήσωσιν οἱ νομοθέται, τοῦτον κύριον [[είναι]]», <b>Δημοσθ.</b><br />β. «χειροτονηθεὶς ἤ λαχών;», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «χειροτονεῖν τὸ αἰδοῖον, τουτέστιν αἰσχρῶς ἀνακινεῖν καὶ ἀποσπερματίζειν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[χειρότονος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:38, 6 February 2024
Greek Monolingual
χειροτονῶ, -έω, ΝΜΑ
εκκλ. διενεργώ χειροτονία
νεοελλ.
μτφ. δέρνω, ξυλοκοπώ («τον χειροτόνησε για τα καλά»)
μσν.-αρχ.
αναδεικνύω, αναγορεύω (α. «Γάλλον Καίσαρα χειροτονήσας», Φιλόστρ.
β. «πᾶς ἄρχων ὑπὸ Θεοῦ κεχειροτόνηται», Ισίδ. Πηλ.)
αρχ.
1. υψώνω το χέρι για να εκφράσω γνώμη ή για να δηλώσω την απόφασή μου, την ψήφο μου (α. «ὁπότερον δ' ἄν τῶν νόμων χειροτονήσωσιν οἱ νομοθέται, τοῦτον κύριον είναι», Δημοσθ.
β. «χειροτονηθεὶς ἤ λαχών;», Πλάτ.)
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «χειροτονεῖν τὸ αἰδοῖον, τουτέστιν αἰσχρῶς ἀνακινεῖν καὶ ἀποσπερματίζειν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χειρότονος.