δειπνῖτις: Difference between revisions
From LSJ
Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt= | |mltxt=δειπνῖτις (-ιδος), η (Α) [[δείπνον]]<br /><b>φρ.</b> «δειπνῖτις [[στολή]]» — [[ενδυμασία]] κατάλληλη για [[δείπνο]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:38, 6 February 2024
English (LSJ)
ιδος, ἡ, = fem. of δειπνητικός, στολή D.C.69.18.
Spanish (DGE)
-ιδος
propia de la cena ἔν τε τῇ στολῇ τῇ δειπνίτιδι con la ropa de la cena D.C.69.18.3.
German (Pape)
[Seite 540] ιδος, ἡ, zum Gastmahl gehörig, στολή D. Cass. 69, 28.
Greek (Liddell-Scott)
δειπνῖτις: -ιδος, ἡ, θηλ. τοῦ δειπνητικός, ἀναφερόμενον ἐκ τοῦ Δίωνος. Κ. 69, 28, στολ ὴ δ.
Greek Monolingual
δειπνῖτις (-ιδος), η (Α) δείπνον
φρ. «δειπνῖτις στολή» — ενδυμασία κατάλληλη για δείπνο.