ορφανικός: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn

Source
(29)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ὀρφανικός]], -ή, -όν) [[ορφανός]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ορφανό ή στην [[ορφάνια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που στερήθηκε τους γονείς του, [[ορφανός]] («μὴ παῑδ' ὀρφανικὸν [[θήῃς]] χήρην σε γυναῑκα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ὀρφανικά</i><br />η [[περιουσία]] και τα συμφέροντα τών ορφανών<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ἦμαρ]] ὀρφανικόν» — η [[μέρα]] που ορφανεύει [[κάποιος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὀρφανικῶς</i> (ΑΜ)<br />με την [[τύχη]] που έχουν οι ορφανοί.
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ὀρφανικός]], -ή, -όν) [[ορφανός]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ορφανό ή στην [[ορφάνια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που στερήθηκε τους γονείς του, [[ορφανός]] («μὴ παῑδ' ὀρφανικὸν [[θήῃς]] χήρην σε γυναῖκα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ὀρφανικά</i><br />η [[περιουσία]] και τα συμφέροντα τών ορφανών<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ἦμαρ]] ὀρφανικόν» — η [[μέρα]] που ορφανεύει [[κάποιος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὀρφανικῶς</i> (ΑΜ)<br />με την [[τύχη]] που έχουν οι ορφανοί.
}}
}}

Latest revision as of 14:43, 6 February 2024

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ ὀρφανικός, -ή, -όν) ορφανός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ορφανό ή στην ορφάνια
αρχ.
1. (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που στερήθηκε τους γονείς του, ορφανός («μὴ παῑδ' ὀρφανικὸν θήῃς χήρην σε γυναῖκα», Ομ. Ιλ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὀρφανικά
η περιουσία και τα συμφέροντα τών ορφανών
3. φρ. «ἦμαρ ὀρφανικόν» — η μέρα που ορφανεύει κάποιος.
επίρρ...
ὀρφανικῶς (ΑΜ)
με την τύχη που έχουν οι ορφανοί.