πλησιότης: Difference between revisions

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
(33)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=plisiotis
|Transliteration C=plisiotis
|Beta Code=plhsio/ths
|Beta Code=plhsio/ths
|Definition=ητος, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">neighbourhood</b>, <span class="bibl">A.D.<span class="title">Adv.</span>161.23</span>, <span class="bibl">Phlp.<span class="title">in Mete.</span>60.9</span>, <span class="bibl"><span class="title">EM</span>651.32</span>.</span>
|Definition=-ητος, ἡ, [[neighbourhood]], A.D.''Adv.''161.23, Phlp.''in Mete.''60.9, ''EM''651.32.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ητος, Α [[πλησίος]]<br />η [[ιδιότητα]] του να βρίσκεται [[κάτι]] [[κοντά]] σε [[κάτι]] ή κάποιον [[άλλο]], η [[γειτονία]], [[γειτνίαση]] («[[ἐπίρρημα]] σημαῑνον τὴν πλησιότητα», Απολλ. Δύσκ.).
|mltxt=-ητος, Α [[πλησίος]]<br />η [[ιδιότητα]] του να βρίσκεται [[κάτι]] [[κοντά]] σε [[κάτι]] ή κάποιον [[άλλο]], η [[γειτονία]], [[γειτνίαση]] («[[ἐπίρρημα]] σημαῖνον τὴν πλησιότητα», Απολλ. Δύσκ.).
}}
}}

Latest revision as of 14:45, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλησιότης Medium diacritics: πλησιότης Low diacritics: πλησιότης Capitals: ΠΛΗΣΙΟΤΗΣ
Transliteration A: plēsiótēs Transliteration B: plēsiotēs Transliteration C: plisiotis Beta Code: plhsio/ths

English (LSJ)

-ητος, ἡ, neighbourhood, A.D.Adv.161.23, Phlp.in Mete.60.9, EM651.32.

Greek (Liddell-Scott)

πλησιότης: -ητος, ἡ, οὐσιαστ. τοῦ πλησίον, γειτονία, Α. Β. 571, Ἐτυμολ. Μέγ. 651. 32.

Greek Monolingual

-ητος, Α πλησίος
η ιδιότητα του να βρίσκεται κάτι κοντά σε κάτι ή κάποιον άλλο, η γειτονία, γειτνίασηἐπίρρημα σημαῖνον τὴν πλησιότητα», Απολλ. Δύσκ.).