πλησιότης
From LSJ
τὸ γὰρ ἐμφυὲς οὔτ' αἴθων ἀλώπηξ οὔτ' ἐρίβρομοι λέοντες διαλλάξαιντο ἦθος → the red fox and the roaring lion cannot change the nature born in them
English (LSJ)
-ητος, ἡ, neighbourhood, A.D.Adv.161.23, Phlp.in Mete.60.9, EM651.32.
Greek (Liddell-Scott)
πλησιότης: -ητος, ἡ, οὐσιαστ. τοῦ πλησίον, γειτονία, Α. Β. 571, Ἐτυμολ. Μέγ. 651. 32.
Greek Monolingual
-ητος, Α πλησίος
η ιδιότητα του να βρίσκεται κάτι κοντά σε κάτι ή κάποιον άλλο, η γειτονία, γειτνίαση («ἐπίρρημα σημαῖνον τὴν πλησιότητα», Απολλ. Δύσκ.).