στροιβός: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν βουλόμενος μὴ πρᾶττε θανάτου γ' ἄξια → Nil facito dignum morte, si amas vivere → Willst leben du, so tue nichts Todwürdiges

Menander, Monostichoi, 194
m (LSJ2 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «δῑνος».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. έχει σχηματιστεί από το θ. του επιθ. [[στρεβλός]] (<b>βλ. λ.</b> [[στρέφω]]) με δυσερμήνευτο -<i>οι</i>-, το οποίο θα μπορούσε ίσως να έχει προέλθει από συμφυρμό με κάποια [[άλλη]] [[ρίζα]], πιθ. σχετική με τα ανθρωπωνύμια <i>Στροῖβος</i>, <i>Στρείβουν</i>, [[χωρίς]], όμως, να θεωρείται πιθανή η ύπαρξη ενός ρ. <i>στρείβω</i> με σημ. «[[γυρίζω]] [[γύρω]] [[γύρω]]»].
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «δῖνος».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. έχει σχηματιστεί από το θ. του επιθ. [[στρεβλός]] (<b>βλ. λ.</b> [[στρέφω]]) με δυσερμήνευτο -<i>οι</i>-, το οποίο θα μπορούσε ίσως να έχει προέλθει από συμφυρμό με κάποια [[άλλη]] [[ρίζα]], πιθ. σχετική με τα ανθρωπωνύμια <i>Στροῖβος</i>, <i>Στρείβουν</i>, [[χωρίς]], όμως, να θεωρείται πιθανή η ύπαρξη ενός ρ. <i>στρείβω</i> με σημ. «[[γυρίζω]] [[γύρω]] [[γύρω]]»].
}}
}}

Latest revision as of 14:49, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στροιβός Medium diacritics: στροιβός Low diacritics: στροιβός Capitals: ΣΤΡΟΙΒΟΣ
Transliteration A: stroibós Transliteration B: stroibos Transliteration C: stroivos Beta Code: stroibo/s

English (LSJ)

δεινός, Hsch. (fort. δῖνος).

German (Pape)

[Seite 955] = στρόβος, στρόμβος, Hesych.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «δῖνος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από το θ. του επιθ. στρεβλός (βλ. λ. στρέφω) με δυσερμήνευτο -οι-, το οποίο θα μπορούσε ίσως να έχει προέλθει από συμφυρμό με κάποια άλλη ρίζα, πιθ. σχετική με τα ανθρωπωνύμια Στροῖβος, Στρείβουν, χωρίς, όμως, να θεωρείται πιθανή η ύπαρξη ενός ρ. στρείβω με σημ. «γυρίζω γύρω γύρω»].