σχοινίτης: Difference between revisions

From LSJ
(c2)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1057.png Seite 1057]] ὁ, lem. [[σχοινῖτις]], von Binsen gemacht, [[καλύβη]], Leon. Tar. 91 (VII, 295).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1057.png Seite 1057]] ὁ, lem. [[σχοινῖτις]], von Binsen gemacht, [[καλύβη]], Leon. Tar. 91 (VII, 295).
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, θηλ. σχοινῖτις, -ίτιδος, Α<br />κατασκευασμένος από σχοίνους ή από [[βούρλα]], [[σχοίνινος]] («ἐν καλύβῃ σχοινίτιδι», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σχοῖνος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίτης]] / -<i>ῖτις</i> ([[πρβλ]]. [[σεληνίτης]])].
}}
}}

Latest revision as of 14:49, 6 February 2024

German (Pape)

[Seite 1057] ὁ, lem. σχοινῖτις, von Binsen gemacht, καλύβη, Leon. Tar. 91 (VII, 295).

Greek Monolingual

ὁ, θηλ. σχοινῖτις, -ίτιδος, Α
κατασκευασμένος από σχοίνους ή από βούρλα, σχοίνινος («ἐν καλύβῃ σχοινίτιδι», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος + επίθημα -ίτης / -ῖτις (πρβλ. σεληνίτης)].