ρινός: Difference between revisions

From LSJ

τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion

Source
(CSV import)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ και ὁ, Α<br /><b>1.</b> το [[δέρμα]] ζωντανού ανθρώπου (α. «ὦσε δ' ἀπὸ ῥινὸν τρηχὺς [[λίθος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ῥινοὶ ἀπέδρυφθεν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> ([[σπανίως]]) το [[δέρμα]] νεκρού («ῥινὸν δ' ἀπ' ὀστεόφιν ἐρύσαι», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[δέρμα]] από ζώο, [[δορά]] (α. «ῥινὸν πολιοῑο λύκοιο», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «ἤμενοι ἐν ῥινοῖσι βοῶν οὕς ἔκτανον αὐτοί», <b>Ομ. Οδ.</b><br />γ. «ἐν ῥινῶ λέοντος», <b>Πινδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[ασπίδα]] από [[δέρμα]] βοδιού («σὺν ρ' ἔβαλον ῥινούς», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>5.</b> το [[δέρμα]] [[πάνω]] στο οποίο τοποθετούσαν το [[βλήμα]] της σφενδόνας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ῥινός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>Fῥῑνός</i>, με αρκτικό <i>F</i>-, όπως υποδηλώνουν το μυκηναϊκό <i>wirino</i> και οι τ. που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> [[γρῖνος]]<br />[[δέρμα]], [[γρίντης]]<br />[[βυρσεύς]]) ανάγεται πιθ. σε μια ΙΕ [[ρίζα]] <i>wr</i><i>ī</i>- με σημ. «[[σχίζω]], [[χαράζω]], [[τέμνω]]» (<b>πρβλ.</b> αγγλοσαξ. <i>wr</i><i>ī</i><i>tan</i> «[[χαράζω]], [[γράφω]]», γερμ. <i>reissen</i> «[[σχίζω]]») με [[επίθημα]] -<i>vo</i>-<i>s</i>. Ξεκινώντας από τη [[ρίζα]], καταλήγουμε στο [[συμπέρασμα]] ότι η αρχική σημ. της λ. [[πρέπει]] να [[είναι]] «[[δέρμα]] που έχει σχιστεί και αφαιρεθεί από το ζώο» (<b>πρβλ.</b> [[δέρμα]]: [[δέρω]])].
|mltxt=ἡ και ὁ, Α<br /><b>1.</b> το [[δέρμα]] ζωντανού ανθρώπου (α. «ὦσε δ' ἀπὸ ῥινὸν τρηχὺς [[λίθος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ῥινοὶ ἀπέδρυφθεν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> ([[σπανίως]]) το [[δέρμα]] νεκρού («ῥινὸν δ' ἀπ' ὀστεόφιν ἐρύσαι», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[δέρμα]] από ζώο, [[δορά]] (α. «ῥινὸν πολιοῑο λύκοιο», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «ἤμενοι ἐν ῥινοῖσι βοῶν οὕς ἔκτανον αὐτοί», <b>Ομ. Οδ.</b><br />γ. «ἐν ῥινῶ λέοντος», <b>Πινδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[ασπίδα]] από [[δέρμα]] βοδιού («σὺν ρ' ἔβαλον ῥινούς», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>5.</b> το [[δέρμα]] [[πάνω]] στο οποίο τοποθετούσαν το [[βλήμα]] της σφενδόνας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ῥινός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>Fῥῖνός</i>, με αρκτικό <i>F</i>-, όπως υποδηλώνουν το μυκηναϊκό <i>wirino</i> και οι τ. που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> [[γρῖνος]]<br />[[δέρμα]], [[γρίντης]]<br />[[βυρσεύς]]) ανάγεται πιθ. σε μια ΙΕ [[ρίζα]] <i>wr</i><i>ī</i>- με σημ. «[[σχίζω]], [[χαράζω]], [[τέμνω]]» (<b>πρβλ.</b> αγγλοσαξ. <i>wr</i><i>ī</i><i>tan</i> «[[χαράζω]], [[γράφω]]», γερμ. <i>reissen</i> «[[σχίζω]]») με [[επίθημα]] -<i>vo</i>-<i>s</i>. Ξεκινώντας από τη [[ρίζα]], καταλήγουμε στο [[συμπέρασμα]] ότι η αρχική σημ. της λ. [[πρέπει]] να [[είναι]] «[[δέρμα]] που έχει σχιστεί και αφαιρεθεί από το ζώο» (<b>πρβλ.</b> [[δέρμα]]: [[δέρω]])].
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[δέρμα]]). Σχετίζεται μέ τίς λέξεις: [[δέρω]], [[δέρμα]], [[κείρω]].
|mantxt=(=[[δέρμα]]). Σχετίζεται μέ τίς λέξεις: [[δέρω]], [[δέρμα]], [[κείρω]].
}}
}}

Latest revision as of 14:50, 6 February 2024

Greek Monolingual

ἡ και ὁ, Α
1. το δέρμα ζωντανού ανθρώπου (α. «ὦσε δ' ἀπὸ ῥινὸν τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ.
β. «ῥινοὶ ἀπέδρυφθεν», Ομ. Οδ.)
2. (σπανίως) το δέρμα νεκρού («ῥινὸν δ' ἀπ' ὀστεόφιν ἐρύσαι», Ομ. Οδ.)
3. δέρμα από ζώο, δορά (α. «ῥινὸν πολιοῑο λύκοιο», Ομ. Οδ.
β. «ἤμενοι ἐν ῥινοῖσι βοῶν οὕς ἔκτανον αὐτοί», Ομ. Οδ.
γ. «ἐν ῥινῶ λέοντος», Πινδ.)
4. ασπίδα από δέρμα βοδιού («σὺν ρ' ἔβαλον ῥινούς», Ομ. Ιλ.)
5. το δέρμα πάνω στο οποίο τοποθετούσαν το βλήμα της σφενδόνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ῥινός (< Fῥῖνός, με αρκτικό F-, όπως υποδηλώνουν το μυκηναϊκό wirino και οι τ. που παραδίδει ο Ησύχ. γρῖνος
δέρμα, γρίντης
βυρσεύς) ανάγεται πιθ. σε μια ΙΕ ρίζα wrī- με σημ. «σχίζω, χαράζω, τέμνω» (πρβλ. αγγλοσαξ. wrītan «χαράζω, γράφω», γερμ. reissen «σχίζω») με επίθημα -vo-s. Ξεκινώντας από τη ρίζα, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η αρχική σημ. της λ. πρέπει να είναι «δέρμα που έχει σχιστεί και αφαιρεθεί από το ζώο» (πρβλ. δέρμα: δέρω)].

Mantoulidis Etymological

(=δέρμα). Σχετίζεται μέ τίς λέξεις: δέρω, δέρμα, κείρω.