χιτώνιο: Difference between revisions

From LSJ

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το / [[χιτώνιον]], ΝΜΑ [[χιτών]]<br />(στην [[αρχαιότητα]]) (ως υποκορ. τ. του [[χιτών]]) [[κοντός]] [[χιτώνας]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>στρ.</b> το στρατιωτικό [[αμπέχονο]]<br /><b>2.</b> <b>(μυκητ.)</b> [[γένος]] βασιδιομυκήτων<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[χιτώνιο]] πυροβόλου»<br /><b>στρ.</b> [[πρόσθετος]] [[κυλινδρικός]] [[σωλήνας]] με τον οποίο περιβάλλεται το [[πίσω]] [[τμήμα]] του [[σωλήνα]] του πυροβόλου<br /><b>αρχ.</b><br />([[ιδίως]]) [[είδος]] λεπτού πολυτελούς γυναικείου ενδύματος («καὶ ταῖς ἀδελφαῑς ἀγοράσαι [[χιτώνιον]]», <b>Αριστοφ.</b>).
|mltxt=το / [[χιτώνιον]], ΝΜΑ [[χιτών]]<br />(στην [[αρχαιότητα]]) (ως υποκορ. τ. του [[χιτών]]) [[κοντός]] [[χιτώνας]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>στρ.</b> το στρατιωτικό [[αμπέχονο]]<br /><b>2.</b> <b>(μυκητ.)</b> [[γένος]] βασιδιομυκήτων<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[χιτώνιο]] πυροβόλου»<br /><b>στρ.</b> [[πρόσθετος]] [[κυλινδρικός]] [[σωλήνας]] με τον οποίο περιβάλλεται το [[πίσω]] [[τμήμα]] του [[σωλήνα]] του πυροβόλου<br /><b>αρχ.</b><br />([[ιδίως]]) [[είδος]] λεπτού πολυτελούς γυναικείου ενδύματος («καὶ ταῖς ἀδελφαῖς ἀγοράσαι [[χιτώνιον]]», <b>Αριστοφ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 14:50, 6 February 2024

Greek Monolingual

το / χιτώνιον, ΝΜΑ χιτών
(στην αρχαιότητα) (ως υποκορ. τ. του χιτών) κοντός χιτώνας
νεοελλ.
1. στρ. το στρατιωτικό αμπέχονο
2. (μυκητ.) γένος βασιδιομυκήτων
3. φρ. «χιτώνιο πυροβόλου»
στρ. πρόσθετος κυλινδρικός σωλήνας με τον οποίο περιβάλλεται το πίσω τμήμα του σωλήνα του πυροβόλου
αρχ.
(ιδίως) είδος λεπτού πολυτελούς γυναικείου ενδύματος («καὶ ταῖς ἀδελφαῖς ἀγοράσαι χιτώνιον», Αριστοφ.).