ἰκτερίτης: Difference between revisions
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
m (Text replacement - "v.l. " to "v.l. ") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ikteritis | |Transliteration C=ikteritis | ||
|Beta Code=i)kteri/ths | |Beta Code=i)kteri/ths | ||
|Definition== | |Definition== [[rosmarinum]], ibid.; but [[ἰκτερῖτις]], Ps.-Dsc.3.75, Apul.''Herb.''80 ([[varia lectio|v.l.]] ἰκτερίτες. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἰκτερίτης]], ὁ και θηλ. | |mltxt=[[ἰκτερίτης]], ὁ και θηλ. ἰκτερῖτις (Α)<br />το [[φυτό]] [[δεντρολίβανο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἴκτερος]]<br />το [[φυτό]] χρησιμοποιούνταν ως [[φάρμακο]] [[κατά]] του <i>ικτέρου</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:54, 6 February 2024
English (LSJ)
= rosmarinum, ibid.; but ἰκτερῖτις, Ps.-Dsc.3.75, Apul.Herb.80 (v.l. ἰκτερίτες.
Greek Monolingual
ἰκτερίτης, ὁ και θηλ. ἰκτερῖτις (Α)
το φυτό δεντρολίβανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴκτερος
το φυτό χρησιμοποιούνταν ως φάρμακο κατά του ικτέρου].