ἑρμίν: Difference between revisions
From LSJ
Ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → Sile, melius vel loquere silentio → Was besser ist als Schweigen, sage oder schweig
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἑρμίν]], -ῑνος και [[ἑρμίς]], - | |mltxt=[[ἑρμίν]], -ῑνος και [[ἑρμίς]], -ῖνος, ο (Α)<br />[[έρμα]] το [[στήριγμα]] του κρεβατιού, το [[πόδι]] του κρεβατιού, το [[στρίποδο]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἑρμίν:''' ῖνος ὁ Hom. = *ἐρμίς. | |elrutext='''ἑρμίν:''' ῖνος ὁ Hom. = *ἐρμίς. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:54, 6 February 2024
English (LSJ)
(Hdn.Gr.2.431) or ἑρμίς (Philem. 226), ῖνος, ὁ, = ἕρμα, bedpost, Od.8.278,23.198, Herod.3.16.
French (Bailly abrégé)
att. c. ἑρμίς.
Greek Monolingual
ἑρμίν, -ῑνος και ἑρμίς, -ῖνος, ο (Α)
έρμα το στήριγμα του κρεβατιού, το πόδι του κρεβατιού, το στρίποδο.
Russian (Dvoretsky)
ἑρμίν: ῖνος ὁ Hom. = *ἐρμίς.