προσπορπατός: Difference between revisions

From LSJ

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - " A.''Pr.''" to " A.''Pr.''")
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prosporpatos
|Transliteration C=prosporpatos
|Beta Code=prosporpato/s
|Beta Code=prosporpato/s
|Definition=ή, όν, [[fastened on]] or [[to with a]] [[πόρπη]], [[pinned down]], δεσμῷ <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>142</span> (lyr.).
|Definition=προσπορπατή, προσπορπατόν, [[fastened on]] or to with a [[πόρπη]], [[pinned down]], δεσμῷ [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''142 (lyr.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 16: Line 16:
|btext=ή, όν :<br />fixé <i>litt.</i> agrafé contre.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[πορπάω]].
|btext=ή, όν :<br />fixé <i>litt.</i> agrafé contre.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[πορπάω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''προσπορπᾱτός''': -ή, -όν, προσπεπατταλευμένος, κεκαρφωμένος, οἵῳ δεσμῷ προσπορπατὸς τῆσδε φάραγγος σκοπέλοις ἐν ἄκροις Αἰσχύλ. Πρ. 141.
|elnltext=προσπορπατός -ή -όν &#91;[[πρός]], [[πορπάω]]] [[vastgenageld]].
}}
{{elru
|elrutext='''προσπορπᾱτός:''' [[пристегнутый]], [[привязанный]] (δεσμῷ Aesch.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''προσπορπᾱτός:''' -ή, -όν ([[πορπάω]]), στερεωμένος με [[πόρπη]], καρφιτσωμένος, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''προσπορπᾱτός:''' -ή, -όν ([[πορπάω]]), στερεωμένος με [[πόρπη]], καρφιτσωμένος, σε Αισχύλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προσπορπᾱτός:''' [[пристегнутый]], [[привязанный]] (δεσμῷ Aesch.).
|lstext='''προσπορπᾱτός''': -ή, -όν, προσπεπατταλευμένος, κεκαρφωμένος, οἵῳ δεσμῷ προσπορπατὸς τῆσδε φάραγγος σκοπέλοις ἐν ἄκροις Αἰσχύλ. Πρ. 141.
}}
{{elnl
|elnltext=προσπορπατός -ή -όν [πρός, πορπάω] vastgenageld.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=προσ-πορπᾱτός, ή, όν [[πορπάω]]<br />fastened on with a [[πόρπη]], pinned [[down]], Aesch.
|mdlsjtxt=προσ-πορπᾱτός, ή, όν [[πορπάω]]<br />fastened on with a [[πόρπη]], pinned [[down]], Aesch.
}}
}}

Latest revision as of 09:05, 7 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσπορπᾱτός Medium diacritics: προσπορπατός Low diacritics: προσπορπατός Capitals: ΠΡΟΣΠΟΡΠΑΤΟΣ
Transliteration A: prosporpatós Transliteration B: prosporpatos Transliteration C: prosporpatos Beta Code: prosporpato/s

English (LSJ)

προσπορπατή, προσπορπατόν, fastened on or to with a πόρπη, pinned down, δεσμῷ A.Pr.142 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 779] (adj. verb. zu προσπορπάω), (mit der Spange) angesteckt, angeheftet, οἵῳ δεσμῷ προσπορπ., Aesch. Prom. 141.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
fixé litt. agrafé contre.
Étymologie: πρός, πορπάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσπορπατός -ή -όν [πρός, πορπάω] vastgenageld.

Russian (Dvoretsky)

προσπορπᾱτός: пристегнутый, привязанный (δεσμῷ Aesch.).

Greek Monolingual

-ή, -όν, θηλ. και -ός, Α
προσαρμοσμένος, καρφωμένος με πόρπη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + πορπῶ (< πόρπη) + επίθημα -τος].

Greek Monotonic

προσπορπᾱτός: -ή, -όν (πορπάω), στερεωμένος με πόρπη, καρφιτσωμένος, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

προσπορπᾱτός: -ή, -όν, προσπεπατταλευμένος, κεκαρφωμένος, οἵῳ δεσμῷ προσπορπατὸς τῆσδε φάραγγος σκοπέλοις ἐν ἄκροις Αἰσχύλ. Πρ. 141.

Middle Liddell

προσ-πορπᾱτός, ή, όν πορπάω
fastened on with a πόρπη, pinned down, Aesch.