θηράσιμος: Difference between revisions
From LSJ
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=thirasimos | |Transliteration C=thirasimos | ||
|Beta Code=qhra/simos | |Beta Code=qhra/simos | ||
|Definition=[ᾱ], ον, to [[be hunted down]], θηρεύοντες οὐ θηρασίμους γάμους | |Definition=[ᾱ], ον, to [[be hunted down]], θηρεύοντες οὐ θηρασίμους γάμους [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''858. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 09:10, 7 February 2024
English (LSJ)
[ᾱ], ον, to be hunted down, θηρεύοντες οὐ θηρασίμους γάμους A.Pr.858.
German (Pape)
[Seite 1209] ον, zu jagen; γάμοι Aesch. Prom. 857; vgl. E. M. 487, 30.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui peut être poursuivi, recherché.
Étymologie: θηράω.
Russian (Dvoretsky)
θηράσιμος: (ᾱ) достижимый, осуществимый: οὐ θηράσιμοι γάμοι Aesch. невозможный брак.
Greek (Liddell-Scott)
θηράσιμος: -ᾱ, -ον, (θηράω) ὃν δύναταί τις νὰ θηρεύσῃ, θηρεύοντες οὐ θηρασίμους γάμους Αἰσχύλ. Πρ. 858.
Greek Monolingual
θηράσιμος, -ον (Α)
αυτός τον οποίο μπορεί να θηρεύσει, να επιτύχει κάποιος («θηρεύοντες οὐ θηρασίμους γάμους», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρώ ή απ' ευθείας < θήρα.
Greek Monotonic
θηράσιμος: [ᾱ], ον (θηράω), αυτός που θηρεύεται, σε Αισχύλ.