προσδοκητός: Difference between revisions

From LSJ

ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)

Source
(34)
m (Text replacement - " A.''Pr.''" to " A.''Pr.''")
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prosdokitos
|Transliteration C=prosdokitos
|Beta Code=prosdokhto/s
|Beta Code=prosdokhto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">expected</b>, πάντα π. μοι <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>935</span>; <b class="b3">τύχη οὐ π</b>. Polystr.<span class="title">Herc.</span>346p.78V.</span>
|Definition=προσδοκητή, προσδοκητόν, [[expected]], πάντα π. μοι [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''935; <b class="b3">τύχη οὐ π.</b> Polystr.''Herc.''346p.78V.
}}
{{elnl
|elnltext=προσδοκητός -ή -όν [προσδοκάω] [[verwacht]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[προσδοκητός]], -ή, -όν, ΝΑ [[προσδοκῶ]]<br />αυτός που αναμένεται με [[ελπίδα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσδοκητός:''' -ή, -όν ([[προσδοκάω]]), προσδοκώμενος, αναμενόμενος, σε Αισχύλ.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προσδοκητός''': -ή, -όν, προσδοκώμενος, περιμενόμενος, Αἰσχύλ. Πρ. 935.
|lstext='''προσδοκητός''': -ή, -όν, προσδοκώμενος, περιμενόμενος, Αἰσχύλ. Πρ. 935.
}}
}}
{{grml
{{mdlsj
|mltxt=-ή, -ό / [[προσδοκητός]], -ή, -όν, ΝΑ [[προσδοκῶ]]<br />αυτός που αναμένεται με [[ελπίδα]].
|mdlsjtxt=[[προσδοκητός]], ή, όν [[προσδοκάω]]<br />[[expected]], Aesch.
}}
}}

Latest revision as of 09:12, 7 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσδοκητός Medium diacritics: προσδοκητός Low diacritics: προσδοκητός Capitals: ΠΡΟΣΔΟΚΗΤΟΣ
Transliteration A: prosdokētós Transliteration B: prosdokētos Transliteration C: prosdokitos Beta Code: prosdokhto/s

English (LSJ)

προσδοκητή, προσδοκητόν, expected, πάντα π. μοι A.Pr.935; τύχη οὐ π. Polystr.Herc.346p.78V.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσδοκητός -ή -όν [προσδοκάω] verwacht.

Greek Monolingual

-ή, -ό / προσδοκητός, -ή, -όν, ΝΑ προσδοκῶ
αυτός που αναμένεται με ελπίδα.

Greek Monotonic

προσδοκητός: -ή, -όν (προσδοκάω), προσδοκώμενος, αναμενόμενος, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

προσδοκητός: -ή, -όν, προσδοκώμενος, περιμενόμενος, Αἰσχύλ. Πρ. 935.

Middle Liddell

προσδοκητός, ή, όν προσδοκάω
expected, Aesch.