προσδοκητός: Difference between revisions

From LSJ

μάλα δ' ὦκα θύρηθ' ἔα ἀμφὶς ἐκείνων → very soon I was out, away from them | very soon was out of the water, and away from them

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - " A.''Pr.''" to " A.''Pr.''")
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prosdokitos
|Transliteration C=prosdokitos
|Beta Code=prosdokhto/s
|Beta Code=prosdokhto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[expected]], πάντα π. μοι <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>935</span>; <b class="b3">τύχη οὐ π</b>. Polystr.<span class="title">Herc.</span>346p.78V.</span>
|Definition=προσδοκητή, προσδοκητόν, [[expected]], πάντα π. μοι [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''935; <b class="b3">τύχη οὐ π.</b> Polystr.''Herc.''346p.78V.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''προσδοκητός''': , -όν, προσδοκώμενος, περιμενόμενος, Αἰσχύλ. Πρ. 935.
|elnltext=προσδοκητός -ή -όν [προσδοκάω] [[verwacht]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 19: Line 19:
|lsmtext='''προσδοκητός:''' -ή, -όν ([[προσδοκάω]]), προσδοκώμενος, αναμενόμενος, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''προσδοκητός:''' -ή, -όν ([[προσδοκάω]]), προσδοκώμενος, αναμενόμενος, σε Αισχύλ.
}}
}}
{{elnl
{{ls
|elnltext=προσδοκητός --όν [προσδοκάω] verwacht.
|lstext='''προσδοκητός''': -ή, -όν, προσδοκώμενος, περιμενόμενος, Αἰσχύλ. Πρ. 935.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[προσδοκητός]], ή, όν [[προσδοκάω]]<br />[[expected]], Aesch.
|mdlsjtxt=[[προσδοκητός]], ή, όν [[προσδοκάω]]<br />[[expected]], Aesch.
}}
}}

Latest revision as of 09:12, 7 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσδοκητός Medium diacritics: προσδοκητός Low diacritics: προσδοκητός Capitals: ΠΡΟΣΔΟΚΗΤΟΣ
Transliteration A: prosdokētós Transliteration B: prosdokētos Transliteration C: prosdokitos Beta Code: prosdokhto/s

English (LSJ)

προσδοκητή, προσδοκητόν, expected, πάντα π. μοι A.Pr.935; τύχη οὐ π. Polystr.Herc.346p.78V.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσδοκητός -ή -όν [προσδοκάω] verwacht.

Greek Monolingual

-ή, -ό / προσδοκητός, -ή, -όν, ΝΑ προσδοκῶ
αυτός που αναμένεται με ελπίδα.

Greek Monotonic

προσδοκητός: -ή, -όν (προσδοκάω), προσδοκώμενος, αναμενόμενος, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

προσδοκητός: -ή, -όν, προσδοκώμενος, περιμενόμενος, Αἰσχύλ. Πρ. 935.

Middle Liddell

προσδοκητός, ή, όν προσδοκάω
expected, Aesch.