ἑκατόμπους: Difference between revisions
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
(5) |
mNo edit summary |
||
(20 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ekatompous | |Transliteration C=ekatompous | ||
|Beta Code=e(kato/mpous | |Beta Code=e(kato/mpous | ||
|Definition=ποδος, ὁ, ἡ, | |Definition=ποδος, ὁ, ἡ, [[hundred-footed]]: in S. ''OC''718 (lyr.), <b class="b3">ἑκατόμποδες Νηρηΐδες</b>, some take it literally to mean [[the]] 50 ''Nereids'' (the number assigned to them by Hes.''Th.''264, Pi.''I.''6(5).6, A.''Fr.''174, E.''IT''427), others [[the]] 100 ''Nereids'' (Pl.''Criti.'' 116e), others merely to express a notion of [[multitude]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=(ἑκᾰτόμπους) -ουν<br /><b class="num">1</b> [[que tiene cien pies]], prob. como equiv. de [[innúmero]], [[múltiple]] τῶν ἑκατομπόδων Νηρῄδων [[ἀκόλουθος]] S.<i>OC</i> 718, cf. Sch.S.<i>OC</i> 718M.<br /><b class="num">2</b> como medida [[de cien pies]] νεὼν ... οὐ παρὰ πολὺ τῶν ἑκατομπόδων un templo no muy inferior a los cien pies</i> Philostr.<i>VA</i> 2.20. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0752.png Seite 752]] οδος, [[hundertfüßig]], von den (50 od. 100?) Nereiden, Soph. O. C. 718. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ους, ουν ; <i>gén.</i> όποδος<br />[[à cent pieds]].<br />'''Étymologie:''' [[ἑκατόν]], [[πούς]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἑκατόμπους:''' 2, gen. ποδος [[стоногий]]: αἱ ἑκατόμποδοι Νηρῇδες Soph. пятьдесят (или множество) Нереид. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἑκᾰτόμπους''': ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ἑκατὸν πόδας· τὸ ἐν Σοφ. Ο. Κ. 718, ἑκατόμποδες Νηρηΐδες, τινὲς ἑρμηνεύουσι κατὰ λέξιν, αἱ 50 Νηρηίδες (ὁ [[ἀριθμός|ἀριθμὸς]] ὁ ὁριζόμενος ἐν Ἡσ. Θ. 264, Εὐρ. Ι. Τ. 427), ἕτεροι, αἱ 100 Νηρηίδες (Πλάτ. Κριτί. 116Ε), καὶ ἄλλοι παραδέχονται [[ἁπλῶς]] τὴν ἔννοιαν τῆς πληθύος, ἴδε σημ. Jebb καὶ πρβλ. [[ἑκατόγγυιος]], [[ὀκτάπους]]. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἑκατόμπους]], ο, η (Α)<br />αυτός που έχει [[εκατό]] πόδια («ἑκατόμποδων Νηρῄδων»). | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἑκᾰτόμπους:''' ὁ, ἡ, αυτός που έχει [[εκατό]] πόδια, σε Σοφ. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:59, 13 February 2024
English (LSJ)
ποδος, ὁ, ἡ, hundred-footed: in S. OC718 (lyr.), ἑκατόμποδες Νηρηΐδες, some take it literally to mean the 50 Nereids (the number assigned to them by Hes.Th.264, Pi.I.6(5).6, A.Fr.174, E.IT427), others the 100 Nereids (Pl.Criti. 116e), others merely to express a notion of multitude.
Spanish (DGE)
(ἑκᾰτόμπους) -ουν
1 que tiene cien pies, prob. como equiv. de innúmero, múltiple τῶν ἑκατομπόδων Νηρῄδων ἀκόλουθος S.OC 718, cf. Sch.S.OC 718M.
2 como medida de cien pies νεὼν ... οὐ παρὰ πολὺ τῶν ἑκατομπόδων un templo no muy inferior a los cien pies Philostr.VA 2.20.
German (Pape)
[Seite 752] οδος, hundertfüßig, von den (50 od. 100?) Nereiden, Soph. O. C. 718.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν ; gén. όποδος
à cent pieds.
Étymologie: ἑκατόν, πούς.
Russian (Dvoretsky)
ἑκατόμπους: 2, gen. ποδος стоногий: αἱ ἑκατόμποδοι Νηρῇδες Soph. пятьдесят (или множество) Нереид.
Greek (Liddell-Scott)
ἑκᾰτόμπους: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ἑκατὸν πόδας· τὸ ἐν Σοφ. Ο. Κ. 718, ἑκατόμποδες Νηρηΐδες, τινὲς ἑρμηνεύουσι κατὰ λέξιν, αἱ 50 Νηρηίδες (ὁ ἀριθμὸς ὁ ὁριζόμενος ἐν Ἡσ. Θ. 264, Εὐρ. Ι. Τ. 427), ἕτεροι, αἱ 100 Νηρηίδες (Πλάτ. Κριτί. 116Ε), καὶ ἄλλοι παραδέχονται ἁπλῶς τὴν ἔννοιαν τῆς πληθύος, ἴδε σημ. Jebb καὶ πρβλ. ἑκατόγγυιος, ὀκτάπους.
Greek Monolingual
ἑκατόμπους, ο, η (Α)
αυτός που έχει εκατό πόδια («ἑκατόμποδων Νηρῄδων»).
Greek Monotonic
ἑκᾰτόμπους: ὁ, ἡ, αυτός που έχει εκατό πόδια, σε Σοφ.