ἐπιστροφίς: Difference between revisions
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "διαναγκασμός, διασπασμός, διάστρεμμα, διαστροφή, διαφορά, διαφορή, ἔγκλισις, ἐκβολή, ἔκκλισις, ἐκπαλεία...) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epistrofis | |Transliteration C=epistrofis | ||
|Beta Code=e)pistrofi/s | |Beta Code=e)pistrofi/s | ||
|Definition=(A), ίδος, ἡ, < | |Definition=(A), -ίδος, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[dislocation]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">2</span> in plural, [[curl]]s, Eust.1561.38.<br /><br />(B), -ίδος, ἡ, = Lat. [[anaticula]] (part of a [[door]]), ''Glossaria''. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπιστροφίς]], ἡ (Α) [[επίστροφος]]<br /><b>1.</b> εξαρθρωμένη ή παραμορφωμένη [[οσφύς]]<br /><b>2.</b> [[μπούκλα]] μαλλιού. | |mltxt=[[ἐπιστροφίς]], ἡ (Α) [[επίστροφος]]<br /><b>1.</b> εξαρθρωμένη ή παραμορφωμένη [[οσφύς]]<br /><b>2.</b> [[μπούκλα]] μαλλιού. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[dislocation]]=== | |||
Bulgarian: изкълчване, навяхване; Chinese Mandarin: 脫位/脱位, 脫臼/脱臼; Czech: vykloubení; Finnish: sijoiltaanmeno; French: [[luxation]]; Galician: luxación; German: [[Verrenkung]], [[Luxation]]; Greek: [[εξάρθρωση]]; Ancient Greek: [[ἀνάπλευσις]], [[ἀποπάλησις]], [[διακίνημα]], [[διάστρεμμα]], [[διαστροφή]], [[διαφορά]], [[διαφορή]], [[ἔγκλισις]], [[ἐκβολή]], [[ἔκκλισις]], [[ἐκπαλεία]], [[ἐκπάλησις]], [[ἐκπόρπισις]], [[ἔκπτωμα]], [[ἔκπτωσις]], [[ἐκστροφή]], [[ἔξαλσις]], [[ἐξάρθρημα]], [[ἐξάρθρησις]], [[ἔξαρθρον]], [[ἐξάρθρωμα]], [[ἐξάρθρωσις]], [[ἐξηρθρηκός]], [[ἔξωσις]], [[ἐπιστροφίς]], [[μετακίνησις]], [[μετάστασις]], [[ὀλίσθημα]], [[ὀλίσθησις]], [[παράρθρημα]], [[παράρθρησις]], [[παρεναλλαγή]], [[προπήδησις]], [[στρέμμα]], [[τὸ ἐξηρθρηκός]], [[χάλασμα]]; Hungarian: ficam, kificamodás, kificamítás; Japanese: 脱臼, 断層; Latin: [[luxus]]; Macedonian: исколчување; Portuguese: [[deslocamento]], [[deslocação]], [[luxação]]; Russian: [[вывих]]; Spanish: [[luxación]], [[dislocación]]; Swedish: urledvridning, dislokation, luxation; Tagalog: pagkapiang | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:39, 14 February 2024
English (LSJ)
(A), -ίδος, ἡ,
A dislocation, Hsch.
2 in plural, curls, Eust.1561.38.
(B), -ίδος, ἡ, = Lat. anaticula (part of a door), Glossaria.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιστροφίς: -ίδος, ἡ, «ὅταν ἡ ὀσφὺς ᾖ στρεβλὴ» Ἡσύχ.: ― κατὰ πληθ., «τρίχες συνεστραμμέναι» Ἡσύχ.· ― «οἱ δὲ παλαιοί, φασὶ καὶ ὅτι οὐ μόνον οὖλαι ἀλλὰ καὶ ἐπιστροφίδες, αἱ συνεστραμμέναι τρίχες. Εὐστ. 1561. 38.
Greek Monolingual
ἐπιστροφίς, ἡ (Α) επίστροφος
1. εξαρθρωμένη ή παραμορφωμένη οσφύς
2. μπούκλα μαλλιού.
Translations
dislocation
Bulgarian: изкълчване, навяхване; Chinese Mandarin: 脫位/脱位, 脫臼/脱臼; Czech: vykloubení; Finnish: sijoiltaanmeno; French: luxation; Galician: luxación; German: Verrenkung, Luxation; Greek: εξάρθρωση; Ancient Greek: ἀνάπλευσις, ἀποπάλησις, διακίνημα, διάστρεμμα, διαστροφή, διαφορά, διαφορή, ἔγκλισις, ἐκβολή, ἔκκλισις, ἐκπαλεία, ἐκπάλησις, ἐκπόρπισις, ἔκπτωμα, ἔκπτωσις, ἐκστροφή, ἔξαλσις, ἐξάρθρημα, ἐξάρθρησις, ἔξαρθρον, ἐξάρθρωμα, ἐξάρθρωσις, ἐξηρθρηκός, ἔξωσις, ἐπιστροφίς, μετακίνησις, μετάστασις, ὀλίσθημα, ὀλίσθησις, παράρθρημα, παράρθρησις, παρεναλλαγή, προπήδησις, στρέμμα, τὸ ἐξηρθρηκός, χάλασμα; Hungarian: ficam, kificamodás, kificamítás; Japanese: 脱臼, 断層; Latin: luxus; Macedonian: исколчување; Portuguese: deslocamento, deslocação, luxação; Russian: вывих; Spanish: luxación, dislocación; Swedish: urledvridning, dislokation, luxation; Tagalog: pagkapiang