justicia: Difference between revisions
From LSJ
Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich
(2) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ | |sltx=[[δικαία]], [[δικαίη]], [[δικαιοδοσία]], [[δικαιοπραγμοσύνη]], [[δικαιοσύνα]], [[δικαιοσύνη]], [[δικαιότης]], [[δικαιοφροσύνη]], [[δικαίωσις]], [[δικασπολία]], [[δίκη]], [[ἐκδικία]], [[θέμις]], [[τὸ δίκαιον]], [[τὸ μἀδικεῖν]], [[τοὔνδικον]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:55, 20 February 2024
Spanish > Greek
δικαία, δικαίη, δικαιοδοσία, δικαιοπραγμοσύνη, δικαιοσύνα, δικαιοσύνη, δικαιότης, δικαιοφροσύνη, δικαίωσις, δικασπολία, δίκη, ἐκδικία, θέμις, τὸ δίκαιον, τὸ μἀδικεῖν, τοὔνδικον