δικαιότης
Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz
English (LSJ)
-ητος, ἡ, = δικαιοσύνη, X.An.2.6.26, Pl.Prt. 331b, Ph.2.641, Plot.4.7.8.
Spanish (DGE)
(δῐκαιότης) -ητος, ἡ
• Alolema(s): dór. -τας IGDS 206.21 (Entella III a.C.)
1 justicia como virtud, junto a ὁσιότης Pl.Prt.331b, σωφροσύνη καὶ δ. Pl.Grg.508a, Iambl.Protr.19, θεοσέβεια ... καὶ δ. X.An.2.6.26, cf. Cyn.1.1, μετὰ πάσας δικαιότατος καὶ φιλίας IGDS l.c., δ. δὲ καὶ ἀλήθεια Ph.Prou. en Eus.PE 8.14.36, ἐπὶ δικαιότητι καὶ ἐπ' ἀνδρείᾳ D.C.68.6.2, σεμνότης ... καὶ δ. M.Ant.2.5, Callinic.Mon.V.Hyp.24.9, παῖδες ... ἐδόκουν μανθάνειν δικαιότητα X.Cyr.8.8.13, c. gen. subjet. τοῦ βασιλέως Arr.An.4.21.7, τῶν θεῶν Ps.Callisth.1.34B, τοῦ ἡγεμόνος Them.Or.15.191c, cf. Ph.Fr.2.641, Arr.Ind.9.12, Poll.8.6, Philostr.VA 3.30, Plot.4.7.8.
2 personif. Justicia, Cercidea 32.
German (Pape)
[Seite 627] ητος. ἡ, Gerechtigkeit, Plat. Prot. 331 b; Xen. An. 2, 6, 26 u. A.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
justice.
Étymologie: δίκαιος.
Russian (Dvoretsky)
δῐκαιότης: ητος ἡ Xen. = δικαιοσύνη 1.
Greek (Liddell-Scott)
δῐκαιότης: -ητος, ἡ, =δικαιοσύνη, Ξεν. Ἀν. 2.6,26, Πλάτων, κλπ.
Greek Monolingual
δικαιότης, η (Α) δίκαιος
δικαιοσύνη.
Greek Monotonic
δῐκαιότης: -ητος, ἡ, = δικαιοσύνη, σε Ξεν., Πλάτ. κ.λπ.