δικαιότης

From LSJ

Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz

Menander, Monostichoi, 423
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐκαιότης Medium diacritics: δικαιότης Low diacritics: δικαιότης Capitals: ΔΙΚΑΙΟΤΗΣ
Transliteration A: dikaiótēs Transliteration B: dikaiotēs Transliteration C: dikaiotis Beta Code: dikaio/ths

English (LSJ)

-ητος, ἡ, = δικαιοσύνη, X.An.2.6.26, Pl.Prt. 331b, Ph.2.641, Plot.4.7.8.

Spanish (DGE)

(δῐκαιότης) -ητος, ἡ
• Alolema(s): dór. -τας IGDS 206.21 (Entella III a.C.)
1 justicia como virtud, junto a ὁσιότης Pl.Prt.331b, σωφροσύνη καὶ δ. Pl.Grg.508a, Iambl.Protr.19, θεοσέβεια ... καὶ δ. X.An.2.6.26, cf. Cyn.1.1, μετὰ πάσας δικαιότατος καὶ φιλίας IGDS l.c., δ. δὲ καὶ ἀλήθεια Ph.Prou. en Eus.PE 8.14.36, ἐπὶ δικαιότητι καὶ ἐπ' ἀνδρείᾳ D.C.68.6.2, σεμνότης ... καὶ δ. M.Ant.2.5, Callinic.Mon.V.Hyp.24.9, παῖδες ... ἐδόκουν μανθάνειν δικαιότητα X.Cyr.8.8.13, c. gen. subjet. τοῦ βασιλέως Arr.An.4.21.7, τῶν θεῶν Ps.Callisth.1.34B, τοῦ ἡγεμόνος Them.Or.15.191c, cf. Ph.Fr.2.641, Arr.Ind.9.12, Poll.8.6, Philostr.VA 3.30, Plot.4.7.8.
2 personif. Justicia, Cercidea 32.

German (Pape)

[Seite 627] ητος. ἡ, Gerechtigkeit, Plat. Prot. 331 b; Xen. An. 2, 6, 26 u. A.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
justice.
Étymologie: δίκαιος.

Russian (Dvoretsky)

δῐκαιότης: ητος ἡ Xen. = δικαιοσύνη 1.

Greek (Liddell-Scott)

δῐκαιότης: -ητος, ἡ, =δικαιοσύνη, Ξεν. Ἀν. 2.6,26, Πλάτων, κλπ.

Greek Monolingual

δικαιότης, η (Α) δίκαιος
δικαιοσύνη.

Greek Monotonic

δῐκαιότης: -ητος, ἡ, = δικαιοσύνη, σε Ξεν., Πλάτ. κ.λπ.