φώτισμα: Difference between revisions

From LSJ

ἐπὶ ξυροῦ γὰρ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα → our affairs are balanced on a razor's edge, our affairs are set upon the razor's edge

Source
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=fotisma
|Transliteration C=fotisma
|Beta Code=fw/tisma
|Beta Code=fw/tisma
|Definition=-ατος, τό, [[phase]], of the moon, Eustr. ''in EN''31.33.
|Definition=φωτίσματος, τό, [[phase]], of the [[moon]], Eustr. ''in EN''31.33.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1323.png Seite 1323]] τό, die Erleuchtung. – Bei den K. S. die Taufe.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1323.png Seite 1323]] τό, die [[Erleuchtung]]. – Bei den K. S. die Taufe.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ίσματος, το, ΝΜΑ [[φωτίζω]]<br /><b>εκκλ.</b><br /><b>1.</b> [[μετάδοση]] της θείας χάρης<br /><b>2.</b> το [[μυστήριο]] του βαπτίσματος<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[παροχή]] φωτός, [[φωτισμός]]<br /><b>αρχ.</b><br />σεληνιακή [[φάση]].
|mltxt=φωτίσματος, το, ΝΜΑ [[φωτίζω]]<br /><b>εκκλ.</b><br /><b>1.</b> [[μετάδοση]] της θείας χάρης<br /><b>2.</b> το [[μυστήριο]] του βαπτίσματος<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[παροχή]] φωτός, [[φωτισμός]]<br /><b>αρχ.</b><br />σεληνιακή [[φάση]].
}}
}}

Latest revision as of 22:58, 20 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φώτισμα Medium diacritics: φώτισμα Low diacritics: φώτισμα Capitals: ΦΩΤΙΣΜΑ
Transliteration A: phṓtisma Transliteration B: phōtisma Transliteration C: fotisma Beta Code: fw/tisma

English (LSJ)

φωτίσματος, τό, phase, of the moon, Eustr. in EN31.33.

German (Pape)

[Seite 1323] τό, die Erleuchtung. – Bei den K. S. die Taufe.

Greek (Liddell-Scott)

φώτισμα: τό, τὸ φωτίζειν, ὁ φωτισμός· ― ἀλλὰ μόνον ἐπὶ ἐκκλησιαστικῆς σημασίας, βάπτισμα ἢ (κυρίως) ὁ πνευματικὸς φωτισμὸς καὶ ἐσωτερικὴ χάρις τοῦ βαπτίσματος κατὰ τὸ τοῦ Χρυσοστόμου, οἱ αἱρετικοὶ βάπτισμα ἔχουσιν, οὐ φώτισμα· ἴδε Suicer., καὶ τὸ ῥῆμα φωτίζω ΙΙ. 4.

Greek Monolingual

φωτίσματος, το, ΝΜΑ φωτίζω
εκκλ.
1. μετάδοση της θείας χάρης
2. το μυστήριο του βαπτίσματος
νεοελλ.
παροχή φωτός, φωτισμός
αρχ.
σεληνιακή φάση.