βορβορύζω: Difference between revisions
Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">• Grafía:</b> graf. βορβοβυρίζω anón. medic. en <i>AfP</i> 3.1906.160<br /><b class="num">1</b> [[gorgotear]] ἐβορβόρυζε δ' ὥστε κύθρος ἔτνεος gorgoteaba como puchero de puré de lentejas</i> Hippon.118.<br /><b class="num">2</b> medic. [[emitir borborigmos]] ἡ κοιλίη ... βορβορύζει Hp.<i>Int</i>.6, cf. Gal.19.401, anón medic.l.c.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Forma c. red. impresiva de origen onomat. | |||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: v.<br />Meaning: [[rumble]] (Hippon, s. LSJSup.)<br />Derivatives: <b class="b3">βορβορυγή ποιός τις ἦχος</b>, <b class="b3">ὅν καὶ κορκορυγην καλοῦσιν</b> H., [[βορβορυγμός]] <b class="b2">id.</b> (Hp.); also [[βορβόρωσις]] (Archig. ap. Aët.), as if from [[βορβορόω]] (s. [[βόρβορος]]). <b class="b3">βορβορίζει γογγύζει</b>, [[μολύνει]]. [[Κύπριοι]] H., [[βορβορισμός]] (Cael. Aur.) = [[βορβορυγμός]];<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Onomatopoetic reduplicated formation. Connection with [[βόρβορος]] though partly different in meaning; such developments are found sometimes. In [[βορβορίζει]] the two meanings come together. No etym. | |||
}} | |||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0453.png Seite 453]] = [[βομβυλιάζω]], Hesych.; βορβορύττειν, Psell. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0453.png Seite 453]] = [[βομβυλιάζω]], Hesych.; [[βορβορύττειν]], Psell. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βορβορύζω''': παρ’ Ἡσυχ., ἔχω γουργούρισμα ἐν τῇ κοιλίᾳ, ἀνθ’ οὗ ὁ Ἀριστ. (Προβλ. 27. 11) μεταχειρίζεται [[βομβυλιάζω]]· ―οὐσιαστ. βορβορυγμός, ὁ, γουργούρισμα ἐν τῇ κοιλίᾳ, Ἱππ. Προγν. 40 ἢ βορβορυγή, Ἡσύχ. Πρβλ. κορκορυγέω, [[κορκορυγή]]. | |lstext='''βορβορύζω''': παρ’ Ἡσυχ., ἔχω γουργούρισμα ἐν τῇ κοιλίᾳ, ἀνθ’ οὗ ὁ Ἀριστ. (Προβλ. 27. 11) μεταχειρίζεται [[βομβυλιάζω]]· ―οὐσιαστ. βορβορυγμός, ὁ, γουργούρισμα ἐν τῇ κοιλίᾳ, Ἱππ. Προγν. 40 ἢ βορβορυγή, Ἡσύχ. Πρβλ. κορκορυγέω, [[κορκορυγή]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[βορβορύζω]] (Α)<br />έχω [[γουργούρισμα]] στην [[κοιλιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μη ινδοευρ. προελεύσεως ονοματοποιημένη λ. με εκφραστικό αναδιπλασιασμό (<b>βλ.</b> και λ. [[βόρβορος]])]. | |mltxt=[[βορβορύζω]] (Α)<br />έχω [[γουργούρισμα]] στην [[κοιλιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μη ινδοευρ. προελεύσεως ονοματοποιημένη λ. με εκφραστικό αναδιπλασιασμό (<b>βλ.</b> και λ. [[βόρβορος]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:52, 1 March 2024
Spanish (DGE)
• Grafía: graf. βορβοβυρίζω anón. medic. en AfP 3.1906.160
1 gorgotear ἐβορβόρυζε δ' ὥστε κύθρος ἔτνεος gorgoteaba como puchero de puré de lentejas Hippon.118.
2 medic. emitir borborigmos ἡ κοιλίη ... βορβορύζει Hp.Int.6, cf. Gal.19.401, anón medic.l.c.
• Etimología: Forma c. red. impresiva de origen onomat.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: rumble (Hippon, s. LSJSup.)
Derivatives: βορβορυγή ποιός τις ἦχος, ὅν καὶ κορκορυγην καλοῦσιν H., βορβορυγμός id. (Hp.); also βορβόρωσις (Archig. ap. Aët.), as if from βορβορόω (s. βόρβορος). βορβορίζει γογγύζει, μολύνει. Κύπριοι H., βορβορισμός (Cael. Aur.) = βορβορυγμός;
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Onomatopoetic reduplicated formation. Connection with βόρβορος though partly different in meaning; such developments are found sometimes. In βορβορίζει the two meanings come together. No etym.
German (Pape)
[Seite 453] = βομβυλιάζω, Hesych.; βορβορύττειν, Psell.
Greek (Liddell-Scott)
βορβορύζω: παρ’ Ἡσυχ., ἔχω γουργούρισμα ἐν τῇ κοιλίᾳ, ἀνθ’ οὗ ὁ Ἀριστ. (Προβλ. 27. 11) μεταχειρίζεται βομβυλιάζω· ―οὐσιαστ. βορβορυγμός, ὁ, γουργούρισμα ἐν τῇ κοιλίᾳ, Ἱππ. Προγν. 40 ἢ βορβορυγή, Ἡσύχ. Πρβλ. κορκορυγέω, κορκορυγή.
Greek Monolingual
βορβορύζω (Α)
έχω γουργούρισμα στην κοιλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μη ινδοευρ. προελεύσεως ονοματοποιημένη λ. με εκφραστικό αναδιπλασιασμό (βλ. και λ. βόρβορος)].