κωρυκίς: Difference between revisions

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=korykis
|Transliteration C=korykis
|Beta Code=kwruki/s
|Beta Code=kwruki/s
|Definition=ίδος, ἡ, Dim. of <span class="sense"><span class="bld">A</span> κώρυκος <span class="bibl">1.1</span>, <span class="bibl">Epich.113</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Fr.</span>415</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[leaf-gall in elms]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>3.14.1</span>.</span>
|Definition=-ίδος, ἡ, ''Dim. of''<br><span class="bld">A</span> κώρυκος 1.1, Epich.113, Ar.''Fr.''415.<br><span class="bld">II</span> [[leaf-gall in elms]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 3.14.1.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κωρυκίς]], -[[ίδος]], ἡ (Α) [[κώρυκος]]<br /><b>1.</b> αυτή που είχε [[σχέση]] με τον Κώρυκο της Ιωνίας<br /><b>2.</b> [[μικρός]] [[δερμάτινος]] [[σάκος]], [[σακίδιο]]<br /><b>3.</b> [[αρρώστια]] τών φύλλων της φτελιάς που οφείλεται σε [[δήγμα]] εντόμου.
|mltxt=[[κωρυκίς]], -ίδος, ἡ (Α) [[κώρυκος]]<br /><b>1.</b> αυτή που είχε [[σχέση]] με τον Κώρυκο της Ιωνίας<br /><b>2.</b> [[μικρός]] [[δερμάτινος]] [[σάκος]], [[σακίδιο]]<br /><b>3.</b> [[αρρώστια]] τών φύλλων της φτελιάς που οφείλεται σε [[δήγμα]] εντόμου.
}}
}}

Latest revision as of 14:10, 1 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κωρῠκίς Medium diacritics: κωρυκίς Low diacritics: κωρυκίς Capitals: ΚΩΡΥΚΙΣ
Transliteration A: kōrykís Transliteration B: kōrykis Transliteration C: korykis Beta Code: kwruki/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, Dim. of
A κώρυκος 1.1, Epich.113, Ar.Fr.415.
II leaf-gall in elms, Thphr. HP 3.14.1.

German (Pape)

[Seite 1547] ίδος, ἡ, dim. zu κώρυκος, Ar. tr. 368; bes. ein blasenartiger Auswuchs auf den Blättern der Ulmen, der durch den Stich gewisser Insekten entsteht, Theophr.

Russian (Dvoretsky)

κωρῠκίς: ίδος (ῐδ) ἡ небольшой мешок, сумка Arph.

Greek (Liddell-Scott)

κωρῠκίς: -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ κώρυκος, Ἐπίχ. 64 Ahr., Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 368. ΙΙ. κυστιοειδὲς ἢ φλυκταινοειδὲς ἔκφυμα παραγόμενον ἐπὶ τῶν φύλλων πτελεῶν καὶ τῆς σφεδάμνου διὰ τοῦ δήγματος ἐντόμου τινός, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 14, 1.

Greek Monolingual

κωρυκίς, -ίδος, ἡ (Α) κώρυκος
1. αυτή που είχε σχέση με τον Κώρυκο της Ιωνίας
2. μικρός δερμάτινος σάκος, σακίδιο
3. αρρώστια τών φύλλων της φτελιάς που οφείλεται σε δήγμα εντόμου.