Φαληρεύς: Difference between revisions

From LSJ
(44)
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=Φαληρεύς
|Medium diacritics=Φαληρεύς
|Low diacritics=Φαληρεύς
|Capitals=ΦΑΛΗΡΕΥΣ
|Transliteration A=Phalēreús
|Transliteration B=Phalēreus
|Transliteration C=Falirefs
|Beta Code=*falhreu/s
|Definition=-έως, ὁ, a [[Phalerian]], Hdt. 5.63, etc.; fem. [[Φαληρίς]], -ίδος, St.Byz.; ''Adj.'' [[Φαληρικός]], ή, όν, Th. 2.13, Ar. ''Ach.'' 901, al.
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=έως (ὁ) :<br />habitant <i>ou</i> originaire de Phalère.<br />'''Étymologie:''' [[Φάληρον]].
|btext=έως (ὁ) :<br />habitant <i>ou</i> originaire de Phalère.<br />'''Étymologie:''' [[Φάληρον]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, θηλ. Φαληρίς, -[[ίδος]], Α<br />ο [[κάτοικος]] του Φαλήρου, [[Φαληριώτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[Φαληρεύς]] <span style="color: red;"><</span> [[Φάληρον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>Χαλκιδ</i>-<i>εύς</i>), ενώ το θηλ <i>Φαληρίς</i> με κατάλ. -<i>ίς</i>, -[[ίδος]] (<b>πρβλ.</b> <i>Λεσβ</i>-<i>ίς</i>)].
|mltxt=ὁ, θηλ. Φαληρίς, -ίδος, Α<br />ο [[κάτοικος]] του Φαλήρου, [[Φαληριώτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Ο τ. [[Φαληρεύς]] <span style="color: red;"><</span> [[Φάληρον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i> ([[πρβλ]]. [[Χαλκιδεύς]]), ενώ το θηλ <i>Φαληρίς</i> με κατάλ. -<i>ίς</i>, -ίδος ([[πρβλ]]. [[Λεσβίς]])].
}}
{{elru
|elrutext='''Φᾰληρεύς:''' έως ὁ [[житель или уроженец Фалера]] Her.
}}
}}

Latest revision as of 14:10, 1 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Φαληρεύς Medium diacritics: Φαληρεύς Low diacritics: Φαληρεύς Capitals: ΦΑΛΗΡΕΥΣ
Transliteration A: Phalēreús Transliteration B: Phalēreus Transliteration C: Falirefs Beta Code: *falhreu/s

English (LSJ)

-έως, ὁ, a Phalerian, Hdt. 5.63, etc.; fem. Φαληρίς, -ίδος, St.Byz.; Adj. Φαληρικός, ή, όν, Th. 2.13, Ar. Ach. 901, al.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
habitant ou originaire de Phalère.
Étymologie: Φάληρον.

Greek Monolingual

ὁ, θηλ. Φαληρίς, -ίδος, Α
ο κάτοικος του Φαλήρου, Φαληριώτης.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ο τ. Φαληρεύς < Φάληρον + κατάλ. -εύς (πρβλ. Χαλκιδεύς), ενώ το θηλ Φαληρίς με κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. Λεσβίς)].

Russian (Dvoretsky)

Φᾰληρεύς: έως ὁ житель или уроженец Фалера Her.