μελαινίς: Difference between revisions
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
mNo edit summary |
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=melainis | |Transliteration C=melainis | ||
|Beta Code=melaini/s | |Beta Code=melaini/s | ||
|Definition=ίδος, ἡ, < | |Definition=-ίδος, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[Melaenis]], the [[black]], a name of [[Aphrodite]] at [[Corinth]], Ath. 13.588c.<br><span class="bld">II</span> a bivalve [[sea-shell]], used as a [[drinking]]-[[cup]], Sophr. 101, Herod.1.79; = [[πελωρίς]], Xenocr. ap. Orib.2.58.97.<br><span class="bld">III</span> [[μελαῖνις]] (sic) [[αἲξ]] καὶ [[βοῦς]] from [[Melaenae]], Diosc.Gloss. ap. Gal.19.120. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μελαινίς]], - | |mltxt=[[μελαινίς]], -ίδος, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>η Μελαινίς</i><br />[[προσωνυμία]] της Αφροδίτης στην Κόρινθο («ἧ καὶ [[Ἀφροδίτη]] ἡ ἐν Κορίνθῳ ἡ Μελαινὶς καλουμένη νυκτὸς ἐπιφαινομένη ἐμήνυεν ἐραστῶν ἔφοδον πολυταλάντων», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>2.</b> [[είδος]] θαλάσσιου δίθυρου κοχυλιού που το χρησιμοποιούσαν για να πίνουν, αλλ. [[πελωρίς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μελαιν</i>- του [[μέλαινα]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίς</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:10, 1 March 2024
English (LSJ)
-ίδος, ἡ,
A Melaenis, the black, a name of Aphrodite at Corinth, Ath. 13.588c.
II a bivalve sea-shell, used as a drinking-cup, Sophr. 101, Herod.1.79; = πελωρίς, Xenocr. ap. Orib.2.58.97.
III μελαῖνις (sic) αἲξ καὶ βοῦς from Melaenae, Diosc.Gloss. ap. Gal.19.120.
German (Pape)
[Seite 118] ίδος, ἡ, die schwarze, nächtliche, Beiwort der Aphrodite in Korinth, Ath. XIII, 588 b.
Greek (Liddell-Scott)
μελαινίς: -ίδος, ἡ, ἡ μέλαινα, ὄνομα τῆς Ἀφροδίτης ἐν Κορίνθῳ, Ἀθήν. 588C. ΙΙ. εἶδος θαλλασίων κογχῶν, διαφερουσῶν κατὰ τὸ χρῶμα μόνον τῶν πελωρίδων, Σώφρων παρ’ Ἀθην. 86Α· ― Ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. σ. 145.
Greek Monolingual
μελαινίς, -ίδος, ἡ (Α)
1. ως κύριο όν. η Μελαινίς
προσωνυμία της Αφροδίτης στην Κόρινθο («ἧ καὶ Ἀφροδίτη ἡ ἐν Κορίνθῳ ἡ Μελαινὶς καλουμένη νυκτὸς ἐπιφαινομένη ἐμήνυεν ἐραστῶν ἔφοδον πολυταλάντων», Αθήν.)
2. είδος θαλάσσιου δίθυρου κοχυλιού που το χρησιμοποιούσαν για να πίνουν, αλλ. πελωρίς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μελαιν- του μέλαινα + επίθημα -ίς].