νυχτερίδα: Difference between revisions

From LSJ

κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[νυκτερίδα]], η (ΑΜ [[νυκτερίς]], -[[ίδος]], Μ και [[νυκτερίδα]])<br />γενική, [[κοινή]] [[σήμερα]], [[ονομασία]] τών θηλαστικών της τάξης [[χειρόπτερα]], τα οποία [[είναι]] τα μόνα θηλαστικά ζώα που μπορούν να πετούν<br /><b>μσν.</b><br />[[νυχτοκόρακας]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] ψαριού<br /><b>2.</b> [[είδος]] φυτού<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[παρωνύμιο]] προσώπων («Χαιρεφῶν ή [[νυκτερίς]]», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>Νυχτερίδα</i> <span style="color: red;"><</span> [[νυκτερίς]] <span style="color: red;"><</span> [[νύκτερος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίς</i> ([[πρβλ]]. [[Πορφυρίς]])].
|mltxt=και [[νυκτερίδα]], η (ΑΜ [[νυκτερίς]], -ίδος, Μ και [[νυκτερίδα]])<br />γενική, [[κοινή]] [[σήμερα]], [[ονομασία]] τών θηλαστικών της τάξης [[χειρόπτερα]], τα οποία [[είναι]] τα μόνα θηλαστικά ζώα που μπορούν να πετούν<br /><b>μσν.</b><br />[[νυχτοκόρακας]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] ψαριού<br /><b>2.</b> [[είδος]] φυτού<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[παρωνύμιο]] προσώπων («Χαιρεφῶν ή [[νυκτερίς]]», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>Νυχτερίδα</i> <span style="color: red;"><</span> [[νυκτερίς]] <span style="color: red;"><</span> [[νύκτερος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίς</i> ([[πρβλ]]. [[Πορφυρίς]])].
}}
}}

Revision as of 14:11, 1 March 2024

Greek Monolingual

και νυκτερίδα, η (ΑΜ νυκτερίς, -ίδος, Μ και νυκτερίδα)
γενική, κοινή σήμερα, ονομασία τών θηλαστικών της τάξης χειρόπτερα, τα οποία είναι τα μόνα θηλαστικά ζώα που μπορούν να πετούν
μσν.
νυχτοκόρακας
αρχ.
1. είδος ψαριού
2. είδος φυτού
3. μτφ. παρωνύμιο προσώπων («Χαιρεφῶν ή νυκτερίς», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Νυχτερίδα < νυκτερίς < νύκτερος + επίθημα -ίς (πρβλ. Πορφυρίς)].