ξυρίς: Difference between revisions
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0282.png Seite 282]] ίδος, ἡ, eine gewürzige Pflanze, wie die Schwertlilie, wahrscheinlich von der | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0282.png Seite 282]] ίδος, ἡ, eine gewürzige Pflanze, wie die Schwertlilie, wahrscheinlich von der Ähnlichkeit ihrer Blätter mit einem Scheermesser, [[ξυρόν]] benannt, Diosc.; auch [[ξερίς]] u. [[ξηρίς]]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ξυρίς]], - | |mltxt=[[ξυρίς]], -ίδος και ξίρις, ἡ, και [[ξείρης]], ὁ, και, [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>, [[ξειρίς]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] του φυτού [[ίρις]], του οποίου τα φύλλα μοιάζουν με [[ξυράφι]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ ξυρίδες</i><br />α) ([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>) [[είδος]] υποδήματος<br />β) ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «ξυρίδες<br />καμπάγια, ξυγάβδια ἤ [[ἄλλο]] [[ὑπόδημα]] διάφορον».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξυρόν]] <span style="color: red;">+</span> καχάλ. -<i>ίς</i>. Το [[φυτό]] ονομάστηκε [[έτσι]] πιθ. λόγω του σχήματος των φύλλων του. Ωστόσο, οι αρχαιότεροι τ. της λ. [[ξιρίς]], [[ξειρίς]] δείχνουν πως η [[σύνδεση]] της λ. με το [[ξυρόν]] «[[ξυράφι]]» πιθ. να [[είναι]] παρετυμολογική. Τέλος, η ετυμολ. της γλώσσας «<i>ξυρίδες</i>» παραμένει άγνωστη]. | ||
}} | }} | ||
{{wkpen | {{wkpen |
Latest revision as of 14:15, 1 March 2024
English (LSJ)
-ίδος, ἡ,
A gladwyn, Iris foetidissima, Dsc.4.22, Plin.HN21.143, Gal.12.87:—also written ξίρις, Thphr. HP 9.8.7, Choerob. in An.Ox. 2.242; ξειρίς, Hsch.; ξείρης, Ar.Fr.831; cf. ξιρίς.
II pl., a kind of shoe, Phot.
German (Pape)
[Seite 282] ίδος, ἡ, eine gewürzige Pflanze, wie die Schwertlilie, wahrscheinlich von der Ähnlichkeit ihrer Blätter mit einem Scheermesser, ξυρόν benannt, Diosc.; auch ξερίς u. ξηρίς.
Greek (Liddell-Scott)
ξῠρίς: -ίδος, ἡ, φυτόν τι ἐκ τοῦ εἴδους τῆς ἴριδος (ὡς τὸ ξιφίς), καλούμενον οὕτως ἐκ τῶν φύλλων αὐτοῦ παρεμφερῶν πρὸς ξυράφιον, πιθ. Iris foetidissima, Διοσκ. 4. 22, Πλίν. 21. 83· - φέρεται ξίρις παρὰ Θεοφρ. ἐν τῷ π. Φυτ. Ἱστ. 9. 8, 7, πρβλ. Ἀνέκδ. Ὀξων. 2. 242· ξειρὶς παρ’ Ἡσυχ.· ξείρης Φώτ. ΙΙ. πληθ., εἶδος ὑποδήματος (πρβλ. ἀναξυρίδες), Φώτ.
Greek Monolingual
ξυρίς, -ίδος και ξίρις, ἡ, και ξείρης, ὁ, και, κατά τον Ησύχ., ξειρίς, ἡ (Α)
1. είδος του φυτού ίρις, του οποίου τα φύλλα μοιάζουν με ξυράφι
2. στον πληθ. οἱ ξυρίδες
α) (κατά τον Φώτ.) είδος υποδήματος
β) (κατά το λεξ. Σούδα) «ξυρίδες
καμπάγια, ξυγάβδια ἤ ἄλλο ὑπόδημα διάφορον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξυρόν + καχάλ. -ίς. Το φυτό ονομάστηκε έτσι πιθ. λόγω του σχήματος των φύλλων του. Ωστόσο, οι αρχαιότεροι τ. της λ. ξιρίς, ξειρίς δείχνουν πως η σύνδεση της λ. με το ξυρόν «ξυράφι» πιθ. να είναι παρετυμολογική. Τέλος, η ετυμολ. της γλώσσας «ξυρίδες» παραμένει άγνωστη].
Wikipedia EN
Iris foetidissima, the stinking iris, gladdon, Gladwin iris, roast-beef plant, or stinking gladwin, is a species of flowering plant in the family Iridaceae, found in open woodland, hedgebanks and on sea-cliffs.
Its natural range is Western Europe, including England (south of Durham) and also Ireland, and from France south and east to N. Africa, Italy and Greece.
It is one of two iris species native to Britain, the other being the yellow iris (Iris pseudacorus).
It has tufts of dark green leaves. Its flowers are usually of a dull, leaden-blue colour, or dull buff-yellow tinged with blue. The petals have delicate veining. It blooms between June and July, but the flowers only last a day or so. The green seed capsules, which remain attached to the plant throughout the winter, are 5–8 cm (2–3 in) long; and the seeds are scarlet.
It is known as "stinking" because some people find the smell of its leaves unpleasant when crushed or bruised, an odour that has been described as "beefy". Its common names of 'gladdon' and 'gladwyn' or 'gladwin', are in reference to an old word for a sword, (latin 'gladius') due to the shape of the irises leaves.
This plant is cultivated in gardens in the temperate zones. Both the species and its cultivar 'Variegata' have gained the Royal Horticultural Society's Award of Garden Merit.