Παλληνεύς: Difference between revisions

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
(1ba)
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[Παλληνεύς]], ο, θηλ. Παλληνίς, -[[ίδος]] (Α) [[Παλλήνη]]<br /><b>1.</b> [[κάτοικος]] της Παλλήνης, δήμου της Αττικής<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b> <i>Παλληνίς</i><br />επίθ. της θεάς Αθηνάς («ἀπικνέονται ἐπὶ Παλληνίδος Ἀθηναίης [[ἱερόν]]», <b>Ηρόδ.</b>).
|mltxt=[[Παλληνεύς]], ο, θηλ. Παλληνίς, -ίδος (Α) [[Παλλήνη]]<br /><b>1.</b> [[κάτοικος]] της Παλλήνης, δήμου της Αττικής<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b> <i>Παλληνίς</i><br />επίθ. της θεάς Αθηνάς («ἀπικνέονται ἐπὶ Παλληνίδος Ἀθηναίης [[ἱερόν]]», <b>Ηρόδ.</b>).
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 14:15, 1 March 2024

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
habitant ou originaire du dème Παλλήνη.

Greek Monolingual

Παλληνεύς, ο, θηλ. Παλληνίς, -ίδος (Α) Παλλήνη
1. κάτοικος της Παλλήνης, δήμου της Αττικής
2. το θηλ. Παλληνίς
επίθ. της θεάς Αθηνάς («ἀπικνέονται ἐπὶ Παλληνίδος Ἀθηναίης ἱερόν», Ηρόδ.).

Russian (Dvoretsky)

Παλληνεύς: έως ὁ Παλλήνη 2] житель или уроженец дема Паллена Her.

Middle Liddell

Παλληνεύς, έως, ὁ,
an inhabitant of Παλλήνη; fem. Παλληνίς, ίδος, Hdt.