υδατίδα: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[ὑδατίς]], -[[ίδος]], ΝΜΑ<br />[[φυσαλίδα]] γεμάτη [[νερό]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ανατ.</b> καθένα από τα δύο εμβρυϊκά υπολείμματα, από τα οποία το ένα βρίσκεται στο πρόσθιο [[άκρο]] του όρχεως και το [[άλλο]] στο πρόσθιο [[άκρο]] της κεφαλής της επιδιδυμίδας<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[υδατίδα]] του Μοργκάνι» ή «[[υδατίδα]] του όρχεως»<br /><b>ανατ.</b> η [[υδατίδα]] που [[είναι]] μια άμισχη μικρή [[απόφυση]] του άνω πόλου του όρχεως, [[υπόλειμμα]] του πόρου του Μύλερ<br />β) «[[υδατίδα]] της επιδιδυμίδας»<br /><b>ανατ.</b> μισχωτή [[απόφυση]] της κεφαλής της επιδιδυμίδας, [[υπόλειμμα]] του σώματος του Βολφ<br />γ) «[[υδατίδα]] [[κύστη]]»<br />(ιατρ.-μικρβλ.) η [[κύστη]] του εχινόκοκκου, προνυμφική [[φάση]] της εχινοκοκκίασης<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] νόσου που προσβάλλει τις οπλές του αλόγου<br /><b>2.</b> [[πολύτιμος]] [[λίθος]] στο [[χρώμα]] του νερού<br />(μσν.-αρχ.)<br /><b>1.</b> [[σταγόνα]] νερού<br /><b>2.</b> [[λιπώδης]] [[ουσία]] που εμφανίζεται [[κάτω]] από το άνω [[βλέφαρο]] ως [[αποτέλεσμα]] οφθαλμικού νοσήματος<br /><b>αρχ.</b><br />[[νόσημα]] του [[ήπατος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὕδωρ]], <i>ὕδατος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίς</i>, -[[ίδος]] ([[πρβλ]]. [[φλυκτίς]])].
|mltxt=η / [[ὑδατίς]], -ίδος, ΝΜΑ<br />[[φυσαλίδα]] γεμάτη [[νερό]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ανατ.</b> καθένα από τα δύο εμβρυϊκά υπολείμματα, από τα οποία το ένα βρίσκεται στο πρόσθιο [[άκρο]] του όρχεως και το [[άλλο]] στο πρόσθιο [[άκρο]] της κεφαλής της επιδιδυμίδας<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[υδατίδα]] του Μοργκάνι» ή «[[υδατίδα]] του όρχεως»<br /><b>ανατ.</b> η [[υδατίδα]] που [[είναι]] μια άμισχη μικρή [[απόφυση]] του άνω πόλου του όρχεως, [[υπόλειμμα]] του πόρου του Μύλερ<br />β) «[[υδατίδα]] της επιδιδυμίδας»<br /><b>ανατ.</b> μισχωτή [[απόφυση]] της κεφαλής της επιδιδυμίδας, [[υπόλειμμα]] του σώματος του Βολφ<br />γ) «[[υδατίδα]] [[κύστη]]»<br />(ιατρ.-μικρβλ.) η [[κύστη]] του εχινόκοκκου, προνυμφική [[φάση]] της εχινοκοκκίασης<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] νόσου που προσβάλλει τις οπλές του αλόγου<br /><b>2.</b> [[πολύτιμος]] [[λίθος]] στο [[χρώμα]] του νερού<br />(μσν.-αρχ.)<br /><b>1.</b> [[σταγόνα]] νερού<br /><b>2.</b> [[λιπώδης]] [[ουσία]] που εμφανίζεται [[κάτω]] από το άνω [[βλέφαρο]] ως [[αποτέλεσμα]] οφθαλμικού νοσήματος<br /><b>αρχ.</b><br />[[νόσημα]] του [[ήπατος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὕδωρ]], <i>ὕδατος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίς</i>, -ίδος ([[πρβλ]]. [[φλυκτίς]])].
}}
}}

Latest revision as of 14:18, 1 March 2024

Greek Monolingual

η / ὑδατίς, -ίδος, ΝΜΑ
φυσαλίδα γεμάτη νερό
νεοελλ.
1. ανατ. καθένα από τα δύο εμβρυϊκά υπολείμματα, από τα οποία το ένα βρίσκεται στο πρόσθιο άκρο του όρχεως και το άλλο στο πρόσθιο άκρο της κεφαλής της επιδιδυμίδας
2. φρ. α) «υδατίδα του Μοργκάνι» ή «υδατίδα του όρχεως»
ανατ. η υδατίδα που είναι μια άμισχη μικρή απόφυση του άνω πόλου του όρχεως, υπόλειμμα του πόρου του Μύλερ
β) «υδατίδα της επιδιδυμίδας»
ανατ. μισχωτή απόφυση της κεφαλής της επιδιδυμίδας, υπόλειμμα του σώματος του Βολφ
γ) «υδατίδα κύστη»
(ιατρ.-μικρβλ.) η κύστη του εχινόκοκκου, προνυμφική φάση της εχινοκοκκίασης
μσν.
1. είδος νόσου που προσβάλλει τις οπλές του αλόγου
2. πολύτιμος λίθος στο χρώμα του νερού
(μσν.-αρχ.)
1. σταγόνα νερού
2. λιπώδης ουσία που εμφανίζεται κάτω από το άνω βλέφαρο ως αποτέλεσμα οφθαλμικού νοσήματος
αρχ.
νόσημα του ήπατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδωρ, ὕδατος + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. φλυκτίς)].