φωνίς: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=fonis
|Transliteration C=fonis
|Beta Code=fwni/s
|Beta Code=fwni/s
|Definition=ίδος, ἡ, = [[φωνίον]] (quiet [[voice]]), Hdn. ''Gr.'' 1.94, 2.859.
|Definition=-ίδος, ἡ, = [[φωνίον]] (quiet [[voice]]), Hdn. ''Gr.'' 1.94, 2.859.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-[[ίδος]], η, ΝΑ, και [[φωνίδα]] Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μετρολ.</b> [[άλλη]] [[ονομασία]] της μονάδας φων<br /><b>αρχ.</b><br />[[φωνίον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φωνή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίς</i>, -[[ίδος]] (<b>πρβλ.</b> <i>πινακ</i>-<i>ίς</i> / -<i>ίδα</i>). Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>phone</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]])].
|mltxt=-ίδος, η, ΝΑ, και [[φωνίδα]] Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μετρολ.</b> [[άλλη]] [[ονομασία]] της μονάδας φων<br /><b>αρχ.</b><br />[[φωνίον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φωνή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίς</i>, -ίδος (<b>πρβλ.</b> <i>πινακ</i>-<i>ίς</i> / -<i>ίδα</i>). Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>phone</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]])].
}}
}}

Latest revision as of 14:19, 1 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φωνίς Medium diacritics: φωνίς Low diacritics: φωνίς Capitals: ΦΩΝΙΣ
Transliteration A: phōnís Transliteration B: phōnis Transliteration C: fonis Beta Code: fwni/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, = φωνίον (quiet voice), Hdn. Gr. 1.94, 2.859.

Greek Monolingual

-ίδος, η, ΝΑ, και φωνίδα Ν
νεοελλ.
μετρολ. άλλη ονομασία της μονάδας φων
αρχ.
φωνίον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωνή + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. πινακ-ίς / -ίδα). Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ. phone (< φωνή)].