ἁμαμηλίς: Difference between revisions

From LSJ

ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἁμαμηλίς]] (-[[ίδος]]), η (Α)<br />[[ἐπιμηλίς]], [[μουσμουλιά]] (Mespilus germanica).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ονομασία φυτού που απαντά και ως <i>ὁμομηλις</i> ή [[ἐπιμηλίς]]. Η λ. προήλθε από αρχικό τ. <i>ἁμά</i>-<i>μηλος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἅμα</i> <span style="color: red;">+</span> [[μῆλον]].
|mltxt=[[ἁμαμηλίς]] (-ίδος), η (Α)<br />[[ἐπιμηλίς]], [[μουσμουλιά]] (Mespilus germanica).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ονομασία φυτού που απαντά και ως <i>ὁμομηλις</i> ή [[ἐπιμηλίς]]. Η λ. προήλθε από αρχικό τ. <i>ἁμά</i>-<i>μηλος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἅμα</i> <span style="color: red;">+</span> [[μῆλον]].
}}
}}
{{etym
{{etym

Latest revision as of 14:20, 1 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁμᾰμηλίς Medium diacritics: ἁμαμηλίς Low diacritics: αμαμηλίς Capitals: ΑΜΑΜΗΛΙΣ
Transliteration A: hamamēlís Transliteration B: hamamēlis Transliteration C: amamilis Beta Code: a(mamhli/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, = ἐπιμηλίς, medlar, Mespilus germanica, Hp. Mul.1.44, Aristomen.11, cf.Ath.14.650c.

Spanish (DGE)

(ἁμᾰμηλίς) -ίδος, ἡ
• Alolema(s): tb. ἀμόμηλις Hsch.
bot. níspero, fruto del níspero, Mespilus germanica L., Hp.Mul.1.44, Aristomen.11, Ath.650c, d, Hsch., Et.Sym.664.
• Etimología: Comp. de ἅμα y μῆλον: ‘que florece a la vez que el manzano’.

German (Pape)

[Seite 115] ίδος, ἡ, eine Baum- oder Strauchart mit eßbaren Früchten, vielleicht Mispel, Hippocr.; Ath. XIV, 650 c οὐκ εἰσὶν ἄπιοι, ὥς τινες οἴονται, ἀλλ' ἕτερόν τι καὶ ἥδιον καὶ ἀπύρηνον, vgl. ἐπιμηλίς. Der Name wurde abgeleitet von ἅμα μήλῳ ἀνθοῦν.

Greek (Liddell-Scott)

ἁμαμηλίς: -ίδος, ἡ, (μῆλον) «ἀπίου γένος, ἢ μήλου ἢ μεσπίλου», Ἡσύχ., «σῦκον τὸ ἅμα μήλῳ ἀνθοῦν», Εὐστ. 878. «αἱ δὲ ἁμαμηλίδες οὐκ εἰσὶν ἄπιοι, ὥς τινες οἴονται, ἀλλ’ ἕτερόν τι καὶ ἥδιον καὶ ἀπύρηνον», Ἀθήν. 565d: πρβλ. ἐπιμηλίς.

Greek Monolingual

ἁμαμηλίς (-ίδος), η (Α)
ἐπιμηλίς, μουσμουλιά (Mespilus germanica).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονομασία φυτού που απαντά και ως ὁμομηλις ή ἐπιμηλίς. Η λ. προήλθε από αρχικό τ. ἁμά-μηλος < ἅμα + μῆλον.

Frisk Etymological English

-ίδος
Grammatical information: f.
Meaning: a tree or bush with edible fruits, prob. medlar, Mespilus germanica (Hp.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Description in Ath. 14, 650 c-e; the speakers are uncertain about the plant, also about the name: also ὁμομηλίς, ἐπιμηλίς (`which resembles ...'). Prob. which blossoms at the same time as the apple-tree. S. Strömberg Gr. Wortstud. 32

Frisk Etymology German

ἁμαμηλίς: -ίδος
{hamamēlís}
Grammar: f.
Meaning: ‘eine Baum- oder Strauchart mit eßbaren Früchten’, vielleicht Mispel (Hp., Aristomen., Ath. 14, 650 c-e).
Etymology: Aus der ausführlichen Beschreibung bei Ath. geht hervor, daß die Gewährsmänner über die Bedeutung uneinig waren, und ebenso, daß die Form wechselt (ὁμομηλίς, ἐπιμηλίς). Jedenfalls Femininableitung eines *ἁμάμηλος mit Beziehung auf μῆλον.
Page 1,85