ἀμειξία: Difference between revisions
πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι → the Milesians were mighty once
mNo edit summary |
m (Text replacement - "ἀξενία, κακοξενία" to "ἀξενία, ἀφιλοξενία, ἀφιλοξενίη, κακοξενία") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 15: | Line 15: | ||
{{trml | {{trml | ||
|trtx====[[inhospitality]]=== | |trtx====[[inhospitality]]=== | ||
German: [[Ungastlichkeit]], [[Unwirtlichkeit]]; Greek: [[αξενία]], [[αφιλοξενία]]; Ancient Greek: [[ἀμειξία]], [[ἀμειξίη]], [[ἀμιξία]], [[ἀμιξίη]], [[ἀξενία]], [[κακοξενία]], [[τὸ ἄμικτον]]; Irish: doicheall, ainfhéile; Italian: [[inospitalità]]; Manx: neuoastys, neufeoiltys, neughiastyllys, neughoaldeeaght, pitteogys; Old English: uncumlīþnes, unġiestlīþnes; Spanish: [[inhospitalidad]] | German: [[Ungastlichkeit]], [[Unwirtlichkeit]]; Greek: [[αξενία]], [[αφιλοξενία]]; Ancient Greek: [[ἀμειξία]], [[ἀμειξίη]], [[ἀμιξία]], [[ἀμιξίη]], [[ἀξενία]], [[ἀφιλοξενία]], [[ἀφιλοξενίη]], [[κακοξενία]], [[τὸ ἄμικτον]]; Irish: doicheall, ainfhéile; Italian: [[inospitalità]]; Manx: neuoastys, neufeoiltys, neughiastyllys, neughoaldeeaght, pitteogys; Old English: uncumlīþnes, unġiestlīþnes; Spanish: [[inhospitalidad]] | ||
===[[unsociability]]=== | |||
Bulgarian: необщителност; English: [[unsociability]], [[unsociableness]]; German: [[Ungeselligkeit]], [[Zurückgezogenheit]]; French: [[insociabilité]]; Greek: [[αντικοινωνικότητα]], [[ακοινωνησιά]], [[ακοινωνικότητα]], [[το μονόχνωτο]], [[το ακοινώνητο]]; Ancient Greek: [[ἀκοινωνησία]], [[ἀκοινωνία]], [[ἀμειξία]], [[ἀμειξίη]], [[ἀμιξία]], [[ἀμιξίη]], [[ἀνεπιμιξία]], [[ἀπανθρωπεία]], [[ἀπανθρωπία]], [[δυσομιλία]], [[τὸ ἄμικτον]], [[τὸ ἀνεπικοινώνητον]], [[τὸ ἀνεπίμικτον]], [[τὸ δυσεπίμικτον]], [[τὸ δυσξύμβολον]], [[τὸ δυσσύμβολον]]; Spanish: [[insociabilidad]] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 17:27, 3 March 2024
English (LSJ)
ἡ, interruption of communications, PLond.2.301.20, PTeb.72.45 (ii B. C.); cf. ἀμιξία.
Spanish (DGE)
v. ἀμιξία.
Translations
inhospitality
German: Ungastlichkeit, Unwirtlichkeit; Greek: αξενία, αφιλοξενία; Ancient Greek: ἀμειξία, ἀμειξίη, ἀμιξία, ἀμιξίη, ἀξενία, ἀφιλοξενία, ἀφιλοξενίη, κακοξενία, τὸ ἄμικτον; Irish: doicheall, ainfhéile; Italian: inospitalità; Manx: neuoastys, neufeoiltys, neughiastyllys, neughoaldeeaght, pitteogys; Old English: uncumlīþnes, unġiestlīþnes; Spanish: inhospitalidad
unsociability
Bulgarian: необщителност; English: unsociability, unsociableness; German: Ungeselligkeit, Zurückgezogenheit; French: insociabilité; Greek: αντικοινωνικότητα, ακοινωνησιά, ακοινωνικότητα, το μονόχνωτο, το ακοινώνητο; Ancient Greek: ἀκοινωνησία, ἀκοινωνία, ἀμειξία, ἀμειξίη, ἀμιξία, ἀμιξίη, ἀνεπιμιξία, ἀπανθρωπεία, ἀπανθρωπία, δυσομιλία, τὸ ἄμικτον, τὸ ἀνεπικοινώνητον, τὸ ἀνεπίμικτον, τὸ δυσεπίμικτον, τὸ δυσξύμβολον, τὸ δυσσύμβολον; Spanish: insociabilidad