δυσδιαφόρητος: Difference between revisions

From LSJ

τράγος γένειον ἆρα πενθήσεις σύ γε → you, goat, will mourn your vanished beard | you will mourn your beard like the goat in the proverb

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
mNo edit summary
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dysdiaforitos
|Transliteration C=dysdiaforitos
|Beta Code=dusdiafo/rhtos
|Beta Code=dusdiafo/rhtos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[hard to disperse]] or [[dissipate]], Gal.11.119. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[hardly evaporating]], Id.10.657; [[not excreting readily]], Id.17(1).188; διάθεσις <span class="bibl">Alex.Trall.8.2</span>; cf. [[δυσδιαχώρητος]].</span>
|Definition=δυσδιαφόρητον,<br><span class="bld">A</span> [[hard to disperse]] or [[hard to dissipate]], Gal.11.119.<br><span class="bld">II</span> [[hardly evaporating]], Id.10.657; [[not excreting readily]], Id.17(1).188; διάθεσις Alex.Trall.8.2; cf. [[δυσδιαχώρητος]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />medic.<br /><b class="num">1</b> [[que se asimila mal]], [[difícil de digerir]] de un pescado, Xenocr.14.<br /><b class="num">2</b> [[que elimina líquidos con dificultad]], [[que no permite la evaporación o exudación]] de la piel del cuerpo, Gal.1.220, τὰ δὲ πάχεα καὶ γλίσχρα Gal.10.626, ἡ ὕλη Alex.Trall.2.381.22<br /><b class="num">•</b>[[que no puede eliminar humores]] ὁ ὄγκος Gal.11.119, Paul.Aeg.4.18.1, ὁ [[ἄνθραξ]] Aët.7.32, φύσεις Gal.17(1).188, σκληρὰ μὲν ἡ ἕξις καὶ πυκνή Gal.10.626, cf. Aët.5.71, χυμῶν σεσηπότων δ. [[ἔνστασις]] <i>Hippiatr</i>.2.18, τὰ ἐκχυμώματα Gal.13.385, τὸ ψυχρὸν πυκνώτερον καὶ δυσδιαφόρητον Alex.Aphr.<i>Pr</i>.1.53<br /><b class="num">•</b>[[que no permite la disgregación]], [[no apto para la disolución]] de ciertos cuerpos sólidos, Gal.10.657, [[δίαιτα]] τε παχυνοῦσα καὶ δ. Alex.Trall.1.335.14, [[διάθεσις]] Alex.Trall.2.359.6.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσδιαφόρητος''': -ον, ὁ δυσκόλως διὰ τῶν πόρων ἐξερχόμενος, ἀπορριπτόμενος, Γαλην. 2. 392. 6, 311 κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐνεργ., δυσκόλως ἐξατμίζων, [[αὐτόθι]].
|lstext='''δυσδιαφόρητος''': -ον, ὁ δυσκόλως διὰ τῶν πόρων ἐξερχόμενος, ἀπορριπτόμενος, Γαλην. 2. 392. 6, 311 κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐνεργ., δυσκόλως ἐξατμίζων, [[αὐτόθι]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />medic.<br /><b class="num">1</b> [[que se asimila mal]], [[difícil de digerir]] de un pescado, Xenocr.14.<br /><b class="num">2</b> [[que elimina líquidos con dificultad]], [[que no permite la evaporación o exudación]] de la piel del cuerpo, Gal.1.220, τὰ δὲ πάχεα καὶ γλίσχρα Gal.10.626, ἡ ὕλη Alex.Trall.2.381.22<br /><b class="num">•</b>[[que no puede eliminar humores]] ὁ ὄγκος Gal.11.119, Paul.Aeg.4.18.1, ὁ [[ἄνθραξ]] Aët.7.32, φύσεις Gal.17(1).188, σκληρὰ μὲν ἡ ἕξις καὶ πυκνή Gal.10.626, cf. Aët.5.71, χυμῶν σεσηπότων δ. [[ἔνστασις]] <i>Hippiatr</i>.2.18, τὰ ἐκχυμώματα Gal.13.385, τὸ ψυχρὸν πυκνώτερον καὶ δυσδιαφόρητον Alex.Aphr.<i>Pr</i>.1.53<br /><b class="num">•</b>[[que no permite la disgregación]], [[no apto para la disolución]] de ciertos cuerpos sólidos, Gal.10.657, [[δίαιτα]] τε παχυνοῦσα καὶ δ. Alex.Trall.1.335.14, [[διάθεσις]] Alex.Trall.2.359.6.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσδιαφόρητος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα εξέρχεται από τους πόρους<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δύσκολα εξατμίζει.
|mltxt=[[δυσδιαφόρητος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα εξέρχεται από τους πόρους<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δύσκολα εξατμίζει.
}}
}}

Latest revision as of 11:18, 7 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσδιαφόρητος Medium diacritics: δυσδιαφόρητος Low diacritics: δυσδιαφόρητος Capitals: ΔΥΣΔΙΑΦΟΡΗΤΟΣ
Transliteration A: dysdiaphórētos Transliteration B: dysdiaphorētos Transliteration C: dysdiaforitos Beta Code: dusdiafo/rhtos

English (LSJ)

δυσδιαφόρητον,
A hard to disperse or hard to dissipate, Gal.11.119.
II hardly evaporating, Id.10.657; not excreting readily, Id.17(1).188; διάθεσις Alex.Trall.8.2; cf. δυσδιαχώρητος.

Spanish (DGE)

-ον
medic.
1 que se asimila mal, difícil de digerir de un pescado, Xenocr.14.
2 que elimina líquidos con dificultad, que no permite la evaporación o exudación de la piel del cuerpo, Gal.1.220, τὰ δὲ πάχεα καὶ γλίσχρα Gal.10.626, ἡ ὕλη Alex.Trall.2.381.22
que no puede eliminar humores ὁ ὄγκος Gal.11.119, Paul.Aeg.4.18.1, ὁ ἄνθραξ Aët.7.32, φύσεις Gal.17(1).188, σκληρὰ μὲν ἡ ἕξις καὶ πυκνή Gal.10.626, cf. Aët.5.71, χυμῶν σεσηπότων δ. ἔνστασις Hippiatr.2.18, τὰ ἐκχυμώματα Gal.13.385, τὸ ψυχρὸν πυκνώτερον καὶ δυσδιαφόρητον Alex.Aphr.Pr.1.53
que no permite la disgregación, no apto para la disolución de ciertos cuerpos sólidos, Gal.10.657, δίαιτα τε παχυνοῦσα καὶ δ. Alex.Trall.1.335.14, διάθεσις Alex.Trall.2.359.6.

German (Pape)

[Seite 677] schwer zu verdauen, auszudünsten, Medic.; schwer ausdünstend, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

δυσδιαφόρητος: -ον, ὁ δυσκόλως διὰ τῶν πόρων ἐξερχόμενος, ἀπορριπτόμενος, Γαλην. 2. 392. 6, 311 κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐνεργ., δυσκόλως ἐξατμίζων, αὐτόθι.

Greek Monolingual

δυσδιαφόρητος, -ον (Α)
1. αυτός που δύσκολα εξέρχεται από τους πόρους
2. εκείνος που δύσκολα εξατμίζει.