δυσμικός: Difference between revisions

From LSJ

γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit

Source
(10)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">, \(\[\[(.*?)\]\]\)<\/b>" to ", ($1)")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dysmikos
|Transliteration C=dysmikos
|Beta Code=dusmiko/s
|Beta Code=dusmiko/s
|Definition=ή, όν<b class="b3">, (δυσμή)</b> <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[δυτικός]], <b class="b2">western</b>, <span class="bibl">Str.2.5.11</span>, <span class="bibl">Hld.8.15</span>: Comp., <span class="bibl">Str.2.1.34</span>, Ptol.<span class="title">Alm.</span>2.13, Theo Sm.p.137 H.: Sup., <span class="bibl">Str. 2.1.32</span>, <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Geog.</span>2.3.18</span>.</span>
|Definition=δυσμική, δυσμικόν, ([[δυσμή]]) = [[δυτικός]], [[western]], Str.2.5.11, Hld.8.15: Comp., Str.2.1.34, Ptol.''Alm.''2.13, Theo Sm.p.137 H.: Sup., Str. 2.1.32, Ptol.''Geog.''2.3.18.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[occidental]] τὰ δυσμικὰ μέρη Str.2.5.11, πλευρά Str.14.5.22, 14.6.4, Ptol.<i>Geog</i>.2.6.1, παράπλους Str.14.6.3, τόπος Ptol.<i>Alm</i>.2.13, στοά <i>IStratonikeia</i> 653.4 (I d.C.), <i>MAMA</i> 8.498.17 (II d.C.), cf. Theo Sm.137, τὸ δυσμικώτατον σημεῖον el punto más occidental</i> Str.2.1.32, ἀπὸ τῶν δυσμικωτέρων desde el oeste</i> Hld.8.15.1, cf. Str.2.1.34, ref. a pueblos, Ptol.<i>Geog</i>.2.3.11, 12, ὁ δ(ιὰ) Ῥώμης μεσημβρινὸς δυσμικώτερός ἐστι τοῦ δ(ι') Ἀλεξανδρείας μεσημβρινοῦ <i>POxy.Astr</i>.4142.2.2.14 (IV d.C.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσμικός''': -ή, -όν, ([[δυσμή]]) = [[δυτικός]], Στράβων 85, Ἡλιόδ. 8. 15· ὑπερθ. -ώτατος, Πτολ. Γεωγρ. 2. 3, 18.
|lstext='''δυσμικός''': -ή, -όν, ([[δυσμή]]) = [[δυτικός]], Στράβων 85, Ἡλιόδ. 8. 15· ὑπερθ. -ώτατος, Πτολ. Γεωγρ. 2. 3, 18.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[occidental]] τὰ δυσμικὰ μέρη Str.2.5.11, πλευρά Str.14.5.22, 14.6.4, Ptol.<i>Geog</i>.2.6.1, παράπλους Str.14.6.3, τόπος Ptol.<i>Alm</i>.2.13, στοά <i>IStratonikeia</i> 653.4 (I d.C.), <i>MAMA</i> 8.498.17 (II d.C.), cf. Theo Sm.137, τὸ δυσμικώτατον σημεῖον el punto más occidental</i> Str.2.1.32, ἀπὸ τῶν δυσμικωτέρων desde el oeste</i> Hld.8.15.1, cf. Str.2.1.34, ref. a pueblos, Ptol.<i>Geog</i>.2.3.11, 12, ὁ δ(ιὰ) Ῥώμης μεσημβρινὸς δυσμικώτερός ἐστι τοῦ δ(ι') Ἀλεξανδρείας μεσημβρινοῦ <i>POxy.Astr</i>.4142.2.2.14 (IV d.C.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[δυσμικός]], -ή, -όν)<br />[[δυτικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το θηλ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι δυσμικές</i><br />πνεύματα του δειλινού, [[ονομασία]] ξωτικών.
|mltxt=-ή, -ό (Α [[δυσμικός]], -ή, -όν)<br />[[δυτικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το θηλ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι δυσμικές</i><br />πνεύματα του δειλινού, [[ονομασία]] ξωτικών.
}}
}}

Latest revision as of 10:47, 17 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσμικός Medium diacritics: δυσμικός Low diacritics: δυσμικός Capitals: ΔΥΣΜΙΚΟΣ
Transliteration A: dysmikós Transliteration B: dysmikos Transliteration C: dysmikos Beta Code: dusmiko/s

English (LSJ)

δυσμική, δυσμικόν, (δυσμή) = δυτικός, western, Str.2.5.11, Hld.8.15: Comp., Str.2.1.34, Ptol.Alm.2.13, Theo Sm.p.137 H.: Sup., Str. 2.1.32, Ptol.Geog.2.3.18.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
occidental τὰ δυσμικὰ μέρη Str.2.5.11, πλευρά Str.14.5.22, 14.6.4, Ptol.Geog.2.6.1, παράπλους Str.14.6.3, τόπος Ptol.Alm.2.13, στοά IStratonikeia 653.4 (I d.C.), MAMA 8.498.17 (II d.C.), cf. Theo Sm.137, τὸ δυσμικώτατον σημεῖον el punto más occidental Str.2.1.32, ἀπὸ τῶν δυσμικωτέρων desde el oeste Hld.8.15.1, cf. Str.2.1.34, ref. a pueblos, Ptol.Geog.2.3.11, 12, ὁ δ(ιὰ) Ῥώμης μεσημβρινὸς δυσμικώτερός ἐστι τοῦ δ(ι') Ἀλεξανδρείας μεσημβρινοῦ POxy.Astr.4142.2.2.14 (IV d.C.).

German (Pape)

[Seite 684] abendlich, westlich; Strab. II p. 85 u. öfter; Heliod. 8, 15.

Greek (Liddell-Scott)

δυσμικός: -ή, -όν, (δυσμή) = δυτικός, Στράβων 85, Ἡλιόδ. 8. 15· ὑπερθ. -ώτατος, Πτολ. Γεωγρ. 2. 3, 18.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α δυσμικός, -ή, -όν)
δυτικός
νεοελλ.
(το θηλ. πληθ. ως ουσ.) οι δυσμικές
πνεύματα του δειλινού, ονομασία ξωτικών.