προτελής: Difference between revisions
ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.
(6_7) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">, \(\[\[(.*?)\]\]\)<\/b>" to ", ($1)") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=protelis | |Transliteration C=protelis | ||
|Beta Code=protelh/s | |Beta Code=protelh/s | ||
|Definition= | |Definition=προτελές, ([[τέλος]]) = [[προτέλειος]], [[θυσία]] sacrifice [[offered before a marriage]], Agathocl.2. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προτελής''': -ές, ([[τέλος]]) = [[προτέλειος]], [[μάλιστα]] ἐπὶ τοῦ θύματος [[ὅπερ]] προσεφέρετο πρὸ τοῦ γάμου, Ἀγαθοκλ. παρ’ Ἀθην. 376Α. | |lstext='''προτελής''': -ές, ([[τέλος]]) = [[προτέλειος]], [[μάλιστα]] ἐπὶ τοῦ θύματος [[ὅπερ]] προσεφέρετο πρὸ τοῦ γάμου, Ἀγαθοκλ. παρ’ Ἀθην. 376Α. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, ΝΑ<br />([[κυρίως]] για [[θυσία]] που προσφέρεται [[πριν]] από τον γάμο) [[προτέλειος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[προτελής]]<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] σαρκοφάγων θηλαστικών της Αφρικής της οικογένειας τών υαινιδών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τελής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέλος]]), <b>πρβλ.</b> <i>επι</i>-<i>τελής</i>. Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>proteles</i>]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:47, 17 March 2024
English (LSJ)
προτελές, (τέλος) = προτέλειος, θυσία sacrifice offered before a marriage, Agathocl.2.
German (Pape)
[Seite 791] ές, = προτέλειος, bes. vom Opferthiere gebräuchlich, das vor der Hochzeit geschlachtet wurde, Ath. IX, 376 a. S. προτέλειος.
Greek (Liddell-Scott)
προτελής: -ές, (τέλος) = προτέλειος, μάλιστα ἐπὶ τοῦ θύματος ὅπερ προσεφέρετο πρὸ τοῦ γάμου, Ἀγαθοκλ. παρ’ Ἀθην. 376Α.
Greek Monolingual
-ές, ΝΑ
(κυρίως για θυσία που προσφέρεται πριν από τον γάμο) προτέλειος
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο προτελής
ζωολ. γένος σαρκοφάγων θηλαστικών της Αφρικής της οικογένειας τών υαινιδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -τελής (< τέλος), πρβλ. επι-τελής. Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. proteles].