προτελής
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
English (LSJ)
προτελές, (τέλος) = προτέλειος, θυσία sacrifice offered before a marriage, Agathocl.2.
German (Pape)
[Seite 791] ές, = προτέλειος, bes. vom Opferthiere gebräuchlich, das vor der Hochzeit geschlachtet wurde, Ath. IX, 376 a. S. προτέλειος.
Greek (Liddell-Scott)
προτελής: -ές, (τέλος) = προτέλειος, μάλιστα ἐπὶ τοῦ θύματος ὅπερ προσεφέρετο πρὸ τοῦ γάμου, Ἀγαθοκλ. παρ’ Ἀθην. 376Α.
Greek Monolingual
-ές, ΝΑ
(κυρίως για θυσία που προσφέρεται πριν από τον γάμο) προτέλειος
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο προτελής
ζωολ. γένος σαρκοφάγων θηλαστικών της Αφρικής της οικογένειας τών υαινιδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -τελής (< τέλος), πρβλ. επι-τελής. Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. proteles].