ἐπίχυμα: Difference between revisions
From LSJ
ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues
(b) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">, \(\[\[(.*?)\]\]\)<\/b>" to ", ($1)") |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epichyma | |Transliteration C=epichyma | ||
|Beta Code=e)pi/xuma | |Beta Code=e)pi/xuma | ||
|Definition=ατος, τό | |Definition=-ατος, τό, ([[ἐπιχέω]]) an eye-disease,<br><span class="bld">A</span> = [[ὑπόχυμα]], Sch.rec.A. ''Pr.''499, Phlp. in de An.350.33.<br><span class="bld">II</span> [[extra amount]] of oil, ''PRyl.''97.5 (ii A.D.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1005.png Seite 1005]] τό, Zuguß, Zufluß, Schol. Aesch. Prom. 499. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1005.png Seite 1005]] τό, Zuguß, Zufluß, Schol. Aesch. Prom. 499. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐπίχῠμα''': τό, ([[ἐπιχέω]]) [[ὑπόχυμα]], [[ἀμαύρωσις]] τῶν ὀφθαλμῶν, Σχόλ. ἐν Αἰσχύλ. Πρ. 499 πρὸς ἑρμηνείαν τῆς λέξεως ἐπάργεμα. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (AM [[ἐπίχυμα]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />η βάπτιση με ραντισμό της Καθολικής Εκκλησίας (και όχι με [[κατάδυση]] στην κολυμπήθρα<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[επίχυση]], [[ασθένεια]] τών οφθαλμών που προκαλεί κακή, θαμπή όραση. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:48, 17 March 2024
English (LSJ)
-ατος, τό, (ἐπιχέω) an eye-disease,
A = ὑπόχυμα, Sch.rec.A. Pr.499, Phlp. in de An.350.33.
II extra amount of oil, PRyl.97.5 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1005] τό, Zuguß, Zufluß, Schol. Aesch. Prom. 499.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίχῠμα: τό, (ἐπιχέω) ὑπόχυμα, ἀμαύρωσις τῶν ὀφθαλμῶν, Σχόλ. ἐν Αἰσχύλ. Πρ. 499 πρὸς ἑρμηνείαν τῆς λέξεως ἐπάργεμα.
Greek Monolingual
το (AM ἐπίχυμα)
νεοελλ.
η βάπτιση με ραντισμό της Καθολικής Εκκλησίας (και όχι με κατάδυση στην κολυμπήθρα
αρχ.-μσν.
επίχυση, ασθένεια τών οφθαλμών που προκαλεί κακή, θαμπή όραση.