μυξωτήρ: Difference between revisions
εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor
(3) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z])" to ") $1 $3") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μυξωτήρ:''' ῆρος ὁ (преимущ. pl.) ноздря | |elrutext='''μυξωτήρ:''' ῆρος ὁ (преимущ. pl.) [[ноздря]] er., Sext. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:20, 21 March 2024
German (Pape)
[Seite 218] ῆρος, ὁ, = μυκτήρ, Nasenloch, Nase; διὰ τῶν μυξωτήρων, Her. 2, 86 u. Sp., wie Opp. Cyn. 1, 454; S. Emp. pyrrh. 1, 128; wahrscheinlich auch bei Diosc. richtige Lesart für μυξητήρ.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
c. μυκτήρ.
Greek Monolingual
μυξωτήρ, -ήρος, ὁ (ΑΜ, Α και μυξητήρ, -ῆρος)
συν. στον πληθ. οἱ μυξωτῆρες
οι μυκτήρες, τα ρουθούνια
μσν.
η μύτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύξα + επίθημα -τήρ. Οι τ. μυξωτήρ (< αρχ. μυξόω) και μηξητήρ (< μυξῶ) μορφολογικά φαίνεται ότι παράγονται από τα αντίστοιχα ρήματα αλλά σημασιολογικά αποτελούν παράλληλους εκφραστικούς τ. του μυκτήρ.
Russian (Dvoretsky)
μυξωτήρ: ῆρος ὁ (преимущ. pl.) ноздря er., Sext.