νάφθα: Difference between revisions
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z])" to ") $1 $3") |
m (elru replacement) |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''νάφθα:''' τό и [[νάφθας]] ἡ и ὁ indecl. (перс.) | |elrutext='''νάφθα:''' τό и [[νάφθας]] ἡ и ὁ indecl. (перс.) нефть Plut. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 22:10, 21 March 2024
English (LSJ)
ἡ (τό, Eust.700.56), naphtha (Persian naft), Dsc.1.73, D.C. 36.3a:—also νάφθας, ὁ, Str.16.1.15; acc. νάφθαν LXX Da.3.64; gen. νάφθα Str.l.c., Plu.Alex.35.
German (Pape)
[Seite 234] ἡ u. τό, = Folgdm; Lob. Phryn. 438.
French (Bailly abrégé)
(τό) :
indécl.
naphte, sorte de bitume.
Étymologie: DELG emprunt oriental.
Russian (Dvoretsky)
νάφθα: τό и νάφθας ἡ и ὁ indecl. (перс.) нефть Plut.
Greek (Liddell-Scott)
νάφθᾰ: ἡ, τὸ «νέφτι» (Περσιστὶ naft), εἶδος διαφανοῦς καὶ εὐφλέκτου ἐλαίου λαμβανομένου ἐκ τῆς Βαβυλωνιακῆς ἀσφάλτου, Διοσκ. 1. 101· - ἀρσεν. ὀνομαστ. νάφθας ἀπαντᾷ παρὰ Στράβ. 743· καὶ οὐδ. νάφθα μνημονεύεται ὑπὸ Εὐστ. 700. 56, Σουΐδ.: γεν. τοῦ νάφθα Στράβ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πλουτ. Ἀλέξ. 35.
Greek Monolingual
η (Α νάφθα)
νεοελλ.
χημ.
1. κάθε πτητικό και πολύ εύφλεκτο μίγμα υδρογονανθράκων που χρησιμοποιείται είτε ως διαλύτης ή μέσον αραίωσης είτε ως πρώτη ύλη για την παραγωγή βενζίνης
2. το ακάθαρτο πετρέλαιο
αρχ.
είδος διαφανούς και εύφλεκτου ελαίου το οποίο λαμβάνονταν από τη βαβυλωνιακή άσφαλτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Έχει επιχειρηθεί η σύνδεσή του με την ιραν. ρίζα nab- «είμαι υγρός», το αβεστ. napta «υγρός», το περσ. naft «νάφθα» καθώς και με τα νέφος, λατ. Neptunus (< ΙΕ ρίζα nebh-), χωρίς όμως να αποκλείεται και η μη ΙΕ προέλευσή του. Ο λατ. τ. naphtha είναι δάνειο από την Ελληνική].
Frisk Etymological English
Grammatical information: f. n.
Meaning: petroleum (LXX, Str., Dsc.).
Other forms: -ας m.
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Iran.
Etymology: From NPers. naft petroleum which is of unknown origin. -- After Brandenstein OLZ 43, 345 ff. (with Herzfeld Arch. Mitt. aus Iran 9, 80ff.) from Iran. *nafta- from *nab- be wet; after B. further to IE *nebh- in νέφος, Neptunus etc. (doubtful). On meaning and further forms (Accad. napṭu) Forbes Mnem. 3: 4, 70f. Lat. LW [loanword] nap(h)tha.
Frisk Etymology German
νάφθα: {náphtha}
Forms: -ας m.
Grammar: f. n.,
Meaning: Erdöl (LXX, Str., Dsk. usw.).
Etymology: Aus npers. naft Erdharz, Erdöl unbekannten Ursprungs. — Nach Brandenstein OLZ 43, 345 ff. (mit Herzfeld Arch. Mitt. aus Iran 9, 80ff.) aus iran. *nafta- von *nab- feucht sein; nach B. weiterhin zu idg. nebh- in νέφος, Neptunus u.a.m. Über Bed. und weitere Formen (akkad. napṭu) Forbes Mnem. 3: 4, 70f. Lat. LW nap(h)tha.
Page 2,294