λινοπτάομαι: Difference between revisions
From LSJ
ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετή βροτοῖς → man's greatest weapon is virtue, virtue is the greatest weapon for mortals
m (LSJ1 replacement) |
m (elru replacement) |
(One intermediate revision by the same user not shown) | |
(No difference)
|
Latest revision as of 22:10, 21 March 2024
English (LSJ)
(λινόπτης) watch nets to see whether anything is caught, Ar.Pax 1178 (λῑν-; dub. l.).
German (Pape)
[Seite 49] auf das Netz Acht geben, ob sich Etwas fängt, Ar. Pax 1178, wo ι lang gebraucht ist.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
avoir l'œil sur la ligne, examiner le filet.
Étymologie: λινόπτης.
Russian (Dvoretsky)
λῑνοπτάομαι: (λῑ!) пристально следить за неводом Arph.
Greek (Liddell-Scott)
λινοπτάομαι: ἀποθ., (λινόπτης) παρατηρῶ τὰ δίκτυα, παραφυλάτω ὅπως ἴδω ἂν συνελήφθη τι, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1178 [[[ἔνθα]] παραδόξως λῑν-].
Greek Monotonic
λινοπτάομαι: αποθ. (λινόπτης), παρατηρώ τα δίχτυα, βλέπω αν κάτι πιάστηκε σ' αυτά, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
λινοπτάομαι, λινόπτης
Dep. to watch nets, see whether anything is caught, Ar.