προνομεία: Difference between revisions

From LSJ

Φεύγειν ἀεὶ δεῖ δεσπότας θυμουμένους → Fugiendus herus est semper ira percitus → Geh einem Herr, der zornig ist, stets aus dem Weg

Menander, Monostichoi, 534
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (elru replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pronomeia
|Transliteration C=pronomeia
|Beta Code=pronomei/a
|Beta Code=pronomei/a
|Definition=ἡ, (προνομή ''1'') [[going out to forage]] or [[plunder]], <span class="bibl">Plb.4.68.3</span> ([[varia lectio|v.l.]] [[προνομαί]]): rejected by Thom.Mag.<span class="bibl">p.275</span> R.
|Definition=ἡ, (προνομή ''1'') [[going out to forage]] or [[plunder]], Plb.4.68.3 ([[varia lectio|v.l.]] [[προνομαί]]): rejected by Thom.Mag.p.275 R.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0736.png Seite 736]] ἡ, Fouragirung, Plünderung, Suid. erkl. [[σκύλευσις]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0736.png Seite 736]] ἡ, Fouragirung, Plünderung, Suid. erkl. [[σκύλευσις]].
}}
{{elru
|elrutext='''προνομεία:''' ἡ pl. (хищническое) снятие урожая, опустошение (чужих) полей Polyb.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ [[προνομεύω]]<br />η [[διαρπαγή]] αγαθών από εχθρική [[χώρα]], με σκοπό την [[κάλυψη]] επισιτιστικών αναγκών του στρατεύματος.
|mltxt=η, ΝΜΑ [[προνομεύω]]<br />η [[διαρπαγή]] αγαθών από εχθρική [[χώρα]], με σκοπό την [[κάλυψη]] επισιτιστικών αναγκών του στρατεύματος.
}}
{{elru
|elrutext='''προνομεία:''' ἡ pl. (хищническое) снятие урожая, опустошение (чужих) полей Polyb.
}}
}}

Latest revision as of 22:12, 21 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προνομεία Medium diacritics: προνομεία Low diacritics: προνομεία Capitals: ΠΡΟΝΟΜΕΙΑ
Transliteration A: pronomeía Transliteration B: pronomeia Transliteration C: pronomeia Beta Code: pronomei/a

English (LSJ)

ἡ, (προνομή 1) going out to forage or plunder, Plb.4.68.3 (v.l. προνομαί): rejected by Thom.Mag.p.275 R.

German (Pape)

[Seite 736] ἡ, Fouragirung, Plünderung, Suid. erkl. σκύλευσις.

Russian (Dvoretsky)

προνομεία: ἡ pl. (хищническое) снятие урожая, опустошение (чужих) полей Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

προνομεία: ἡ, (προνομὴ Ι) στρατιωτικὴ ἐκδρομὴ εἰς τὴν χώραν τῶν πολεμίων πρὸς ἁρπαγὴν φορβῆς ἢ πρὸς σκύλευσιν ἢ ἁρπαγὴν τροφῆς, διαρπαγή, σκύλευσις, λεηλασία, ἐπισιτισμὸς ἀπὸ τῶν ἐχθρῶν δι’ ἁρπαγῆς, Πολύβ. 4. 68, 3 (διάφ. γρ. προνομαί), Θωμ. Μάγιστρ. 742 (ἔνθα προνομία), πρβλ. Μοῖρ. 304 ἐν λ. προνομεύειν, ἔνθα ἴδε σημ. τοῦ ἐκδότου.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ προνομεύω
η διαρπαγή αγαθών από εχθρική χώρα, με σκοπό την κάλυψη επισιτιστικών αναγκών του στρατεύματος.