γύνανδρος: Difference between revisions
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
m (Text replacement - " " to "") |
|||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=gynandros | |Transliteration C=gynandros | ||
|Beta Code=gu/nandros | |Beta Code=gu/nandros | ||
|Definition=[ῠ], ον, < | |Definition=[ῠ], ον,<br><span class="bld">A</span> [[of doubtful sex]], [[womanish]], [[Sophocles|S.]]''[[Fragments|Fr.]]''963, Ael.''Fr.''10, 290.<br><span class="bld">2</span> of a woman, [[virago]], Ph.1.183,2.379. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />[[andrógino]], [[de sexo dudoso o ambiguo]] de hombres οἱ γὰρ γύνανδροι καὶ λέγοντες ἠσκηκότες S.<i>Fr</i>.963, χλούνης τε καὶ γ. [[ἀνήρ]] hombre castrado y andrógino</i> Ael.<i>Fr</i>.10, ὁ γ. τε καὶ μάλθων τύραννος Ael.<i>Fr</i>.290<br /><b class="num">•</b>de mujeres [[virago]], [[marimacho]] Ph.1.183, 2.379<br /><b class="num">•</b>gener. γυνάνδρων ἐστὶ γένος Anon.<i>Mirac.Thecl</i>.9.25. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0511.png Seite 511]] männlichen u. weiblichen Geschlechts zugleich, zwitterhaft, Soph. frg. 865; Suid. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0511.png Seite 511]] männlichen u. weiblichen Geschlechts zugleich, zwitterhaft, Soph. frg. 865; Suid. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''γύνανδρος:''' двуполый, т. е. лишенный мужественности, слабый как женщина (''[[sc.]]'' [[ἀνήρ]] Soph.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γύνανδρος''': -ον, ἀμφιβόλου γένους, ἑρμαφρόδιτος, [[θηλυπρεπής]], Σοφ. Ἀποσπ. 865. 2) γυνὴ [[ἀνδρώδης]], virago, Φίλων 1. 183, 512. | |lstext='''γύνανδρος''': -ον, ἀμφιβόλου γένους, ἑρμαφρόδιτος, [[θηλυπρεπής]], Σοφ. Ἀποσπ. 865. 2) γυνὴ [[ἀνδρώδης]], virago, Φίλων 1. 183, 512. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(και ως ουσ.), -ο (AM [[γύνανδρος]], -ον)<br />ο [[ερμαφρόδιτος]], με χαρακτηριστικά και του αντρικού και του γυναικείου φύλου<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>γύνανδρα</i>, <i>τα</i><br />φυτά που έχουν τους στήμονες συμφυείς με τον ύπερο ή την [[ωοθήκη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κίναιδος]]. | |mltxt=(και ως ουσ.), -ο (AM [[γύνανδρος]], -ον)<br />ο [[ερμαφρόδιτος]], με χαρακτηριστικά και του αντρικού και του γυναικείου φύλου<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>γύνανδρα</i>, <i>τα</i><br />φυτά που έχουν τους στήμονες συμφυείς με τον ύπερο ή την [[ωοθήκη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κίναιδος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:50, 23 March 2024
English (LSJ)
[ῠ], ον,
A of doubtful sex, womanish, S.Fr.963, Ael.Fr.10, 290.
2 of a woman, virago, Ph.1.183,2.379.
Spanish (DGE)
-ον
andrógino, de sexo dudoso o ambiguo de hombres οἱ γὰρ γύνανδροι καὶ λέγοντες ἠσκηκότες S.Fr.963, χλούνης τε καὶ γ. ἀνήρ hombre castrado y andrógino Ael.Fr.10, ὁ γ. τε καὶ μάλθων τύραννος Ael.Fr.290
•de mujeres virago, marimacho Ph.1.183, 2.379
•gener. γυνάνδρων ἐστὶ γένος Anon.Mirac.Thecl.9.25.
German (Pape)
[Seite 511] männlichen u. weiblichen Geschlechts zugleich, zwitterhaft, Soph. frg. 865; Suid.
Russian (Dvoretsky)
γύνανδρος: двуполый, т. е. лишенный мужественности, слабый как женщина (sc. ἀνήρ Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
γύνανδρος: -ον, ἀμφιβόλου γένους, ἑρμαφρόδιτος, θηλυπρεπής, Σοφ. Ἀποσπ. 865. 2) γυνὴ ἀνδρώδης, virago, Φίλων 1. 183, 512.
Greek Monolingual
(και ως ουσ.), -ο (AM γύνανδρος, -ον)
ο ερμαφρόδιτος, με χαρακτηριστικά και του αντρικού και του γυναικείου φύλου
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) γύνανδρα, τα
φυτά που έχουν τους στήμονες συμφυείς με τον ύπερο ή την ωοθήκη
αρχ.
κίναιδος.