περιλάλητος: Difference between revisions

From LSJ

ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)

Source
(10)
 
m (Text replacement - "Hsch.]]s.v." to "Hsch.]] s.v.")
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=perilalitos
|Transliteration C=perilalitos
|Beta Code=perila/lhtos
|Beta Code=perila/lhtos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">much talked of, famous</b>, of things and persons, <span class="bibl">Agath.2.15</span>,<span class="bibl">4.26</span>, Hsch.s.v.<b class="b3">περιλεσχήνευτος</b>.</span>
|Definition=περιλάλητον, [[much talked of]], [[famous]], of things and persons, Agath.2.15,4.26, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[s.v.]] [[περιλεσχήνευτος]].
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0581.png Seite 581]] beschwatzt, beredet, Ar. frg. bei D. L. 9, 18, nach Brunck's Aenderung.
}}
{{ls
|lstext='''περιλάλητος''': [ᾰ], -ον, ὁ περὶ οὗ γίνεται [[λόγος]], [[περιβόητος]], Ἡσύχ., ἐν λ. [[περιλεσχήνευτος]]· ὁ βασιλεὺς ὁ πᾶσι [[περιλάλητος]] Ὁλόβολος ἐν Boiss. Ἀνέκδ. τ. 5, σ. 162, Κ Μανασσ. Χρον. 2080, 5005, κλ.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[περιλάλητος]], -ον, ΝΜΑ [[περιλαλώ]]<br />αυτός για τον οποίο γίνεται [[πολύς]] [[λόγος]], [[περιώνυμος]], [[ονομαστός]], [[ξακουστός]].
}}
}}

Latest revision as of 10:07, 23 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιλᾰλητος Medium diacritics: περιλάλητος Low diacritics: περιλάλητος Capitals: ΠΕΡΙΛΑΛΗΤΟΣ
Transliteration A: perilálētos Transliteration B: perilalētos Transliteration C: perilalitos Beta Code: perila/lhtos

English (LSJ)

περιλάλητον, much talked of, famous, of things and persons, Agath.2.15,4.26, Hsch. s.v. περιλεσχήνευτος.

German (Pape)

[Seite 581] beschwatzt, beredet, Ar. frg. bei D. L. 9, 18, nach Brunck's Aenderung.

Greek (Liddell-Scott)

περιλάλητος: [ᾰ], -ον, ὁ περὶ οὗ γίνεται λόγος, περιβόητος, Ἡσύχ., ἐν λ. περιλεσχήνευτος· ὁ βασιλεὺς ὁ πᾶσι περιλάλητος Ὁλόβολος ἐν Boiss. Ἀνέκδ. τ. 5, σ. 162, Κ Μανασσ. Χρον. 2080, 5005, κλ.

Greek Monolingual

-η, -ο / περιλάλητος, -ον, ΝΜΑ περιλαλώ
αυτός για τον οποίο γίνεται πολύς λόγος, περιώνυμος, ονομαστός, ξακουστός.