ἀναισίμωμα: Difference between revisions

From LSJ

Κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → Silentium anteferendum est vaniloquentiae → Das Schweigen übertrifft vergebliches Geschwätz

Menander, Monostichoi, 290
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anaisimoma
|Transliteration C=anaisimoma
|Beta Code=a)naisi/mwma
|Beta Code=a)naisi/mwma
|Definition=ἀναισιμώματος, τό, = Att. [[δαπάνη]], [[consumption]], [[expenditure]], [[that which is used up]], <b class="b3">τὰ ἀναισιμώματα τῇ στρατιῇ</b> the war-[[expense]]s, [[Herodotus|Hdt.]]5.31.
|Definition=ἀναισιμώματος, τό, = Att. [[δαπάνη]], [[consumption]], [[expenditure]], [[that which is used up]], <b class="b3">τὰ ἀναισιμώματα τῇ στρατιῇ</b> the [[war]]-[[expense]]s, [[Herodotus|Hdt.]]5.31.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 21:16, 25 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναισίμωμα Medium diacritics: ἀναισίμωμα Low diacritics: αναισίμωμα Capitals: ΑΝΑΙΣΙΜΩΜΑ
Transliteration A: anaisímōma Transliteration B: anaisimōma Transliteration C: anaisimoma Beta Code: a)naisi/mwma

English (LSJ)

ἀναισιμώματος, τό, = Att. δαπάνη, consumption, expenditure, that which is used up, τὰ ἀναισιμώματα τῇ στρατιῇ the war-expenses, Hdt.5.31.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
• Prosodia: [-ῐ-]
gasto c. dat. τῇ στρατιῇ Hdt.5.31
sin determ., Call.Fr.196.45.

German (Pape)

[Seite 190] τό, das Verwendete, die Kosten, τῇ στρατιῇ, für das Heer, Her. 5, 31.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
dépense.
Étymologie: ἀναισιμόω.

Russian (Dvoretsky)

ἀναισίμωμα: ατος (σῐ) τό расход, издержки: τὰ ἀναισιμώματα τῇ στρατιῇ Her. средства на содержание войска.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναισίμωμα: -ατος, τ;o, = τῷ Ἀττ. δαπάνη· τὰ ἀναισιμώματα τῇ στρατιῇ αἱ δαπάναι τοῦ πολέμου, Ἡρόδ. 5. 31.

Greek Monolingual

ἀναισίμωμα, το (Α) ἀναισιμῶ
αυτό που καταναλίσκεται, που ξοδεύεται, η δαπάνη.

Greek Monotonic

ἀναισίμωμα: -ατος, τό, κατανάλωση, ξόδεμα, δαπάνη, στον Ηρόδ.