πολυκάλαμος: Difference between revisions

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polykalamos
|Transliteration C=polykalamos
|Beta Code=poluka/lamos
|Beta Code=poluka/lamos
|Definition=[κᾰ], ον, of or [[with many stalks]], βρόμος [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 8.9.2, cf. ''CP''4.11.3; σῦριγξ D.S.3.58.
|Definition=[κᾰ], ον, of or [[with many stalks]], βρόμος [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 8.9.2, cf. ''CP''4.11.3; σῦριγξ [[Diodorus Siculus|D.S.]]3.58.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 07:35, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυκάλᾰμος Medium diacritics: πολυκάλαμος Low diacritics: πολυκάλαμος Capitals: ΠΟΛΥΚΑΛΑΜΟΣ
Transliteration A: polykálamos Transliteration B: polykalamos Transliteration C: polykalamos Beta Code: poluka/lamos

English (LSJ)

[κᾰ], ον, of or with many stalks, βρόμος Thphr. HP 8.9.2, cf. CP4.11.3; σῦριγξ D.S.3.58.

German (Pape)

[Seite 663] vielhalmig, σῦριγξ, D. Sic. 3, 58.

Russian (Dvoretsky)

πολυκάλᾰμος: многоствольный (σῦριγξ Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

πολῠκάλᾰμος: -ον, ὁ ἐκ πολλῶν καλάμων συνιστάμενος, ἔχων πολλοὺς καλάμους, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 9, 2, κτλ.· σῦριγξ Διόδ. 3. 58.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει πολλά καλάμια
2. αυτός που αποτελείται από πολλά καλάμια («τὴν τε πολυκάλαμον σύριγγα πρώτην ἐπινοῆσαι», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + κάλαμος (πρβλ. ολιγοκάλαμος)].