στυππέϊνος: Difference between revisions
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
m (Text replacement - "q. v." to "q.v.") |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=styppeinos | |Transliteration C=styppeinos | ||
|Beta Code=stuppe/i+nos | |Beta Code=stuppe/i+nos | ||
|Definition=η, ον, < | |Definition=η, ον,<br><span class="bld">A</span> [[of tow]], PRev.Laws 103.2 (iii B.C.), condemned by Phryn.233; also [[στυππύϊνος]], ''PMich.Zen.''120.3 (iii B.C.); and [[στιππόϊνος]], [[στιππύϊνος]], [[στιπύϊνος]] ([[quod vide|qq.v.]]); [[στύππινος]], ''IG''22.1414.26, 1527.34, ''PCair.Zen.''755.6 (iii B.C.), Ph.''Bel.''102.15, [[Diodorus Siculus|D.S.]]1.35, cf. ''ΙΙ''.<br><span class="bld">II</span> metaph., [[like tow]], [[feeble]], [[γέρων]] στύππινος ''Com.Adesp.''855. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στυππέϊνος''': -η, -ον, ὁ ἐκ στυππείου, Ἑβδ. (Λευιτ. ΙΓ΄, 27)· ὁ Βατικαν. κῶδ. στυππύϊνος· - ὁ ὀρθότερος [[τύπος]] [[στύππινος]] εὕρηται παρὰ τῷ Κωμ. Ἀνων. 261, Διόδ. 1. 35, Α. Β. 33. ΙΙ. μεταφορ., ὅμοιον πρὸς [[στυππεῖον]], [[ἀσθενής]], [[ἀδύνατος]], Παροιμιογράφ. | |lstext='''στυππέϊνος''': -η, -ον, ὁ ἐκ στυππείου, Ἑβδ. (Λευιτ. ΙΓ΄, 27)· ὁ Βατικαν. κῶδ. στυππύϊνος· - ὁ ὀρθότερος [[τύπος]] [[στύππινος]] εὕρηται παρὰ τῷ Κωμ. Ἀνων. 261, Διόδ. 1. 35, Α. Β. 33. ΙΙ. μεταφορ., ὅμοιον πρὸς [[στυππεῖον]], [[ἀσθενής]], [[ἀδύνατος]], Παροιμιογράφ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ίνη, -ον, Α<br /><b>βλ.</b> [[στύπινος]]. | |mltxt=-ίνη, -ον, Α<br /><b>βλ.</b> [[στύπινος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:40, 27 March 2024
English (LSJ)
η, ον,
A of tow, PRev.Laws 103.2 (iii B.C.), condemned by Phryn.233; also στυππύϊνος, PMich.Zen.120.3 (iii B.C.); and στιππόϊνος, στιππύϊνος, στιπύϊνος (qq.v.); στύππινος, IG22.1414.26, 1527.34, PCair.Zen.755.6 (iii B.C.), Ph.Bel.102.15, D.S.1.35, cf. ΙΙ.
II metaph., like tow, feeble, γέρων στύππινος Com.Adesp.855.
Greek (Liddell-Scott)
στυππέϊνος: -η, -ον, ὁ ἐκ στυππείου, Ἑβδ. (Λευιτ. ΙΓ΄, 27)· ὁ Βατικαν. κῶδ. στυππύϊνος· - ὁ ὀρθότερος τύπος στύππινος εὕρηται παρὰ τῷ Κωμ. Ἀνων. 261, Διόδ. 1. 35, Α. Β. 33. ΙΙ. μεταφορ., ὅμοιον πρὸς στυππεῖον, ἀσθενής, ἀδύνατος, Παροιμιογράφ.
Greek Monolingual
-ίνη, -ον, Α
βλ. στύπινος.