στύππινος
From LSJ
καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village
English (LSJ)
v. στυππέϊνος.
Greek (Liddell-Scott)
στύππινος: ἴδε στυππέϊνος, πρβλ. καὶ Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 367.
German (Pape)
= στύπινος.