συκοφαντώδης: Difference between revisions
From LSJ
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sykofantodis | |Transliteration C=sykofantodis | ||
|Beta Code=sukofantw/dhs | |Beta Code=sukofantw/dhs | ||
|Definition= | |Definition=συκοφαντῶδες, = συκοφαντικός δίκη Lys.''Fr.''1.1 (Comp.); κρίσεις [[Diodorus Siculus|D.S.]]15.40; [[κατηγορία]] Mitteis ''Chr.'' 68.19 (i A.D.); <b class="b3">οἱ Ἀττικοὶ σ.</b> Dicaearch.1.4. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 07:44, 27 March 2024
English (LSJ)
συκοφαντῶδες, = συκοφαντικός δίκη Lys.Fr.1.1 (Comp.); κρίσεις D.S.15.40; κατηγορία Mitteis Chr. 68.19 (i A.D.); οἱ Ἀττικοὶ σ. Dicaearch.1.4.
German (Pape)
[Seite 974] ες, sykophantenähnlich, -artig, D. Sic. 15, 40.
Russian (Dvoretsky)
σῡκοφαντώδης: имеющий сикофантский характер (κρίσεις Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
σῡκοφαντώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς συκοφάντην, Λυσί. Ἀποσπ. 2. 1, Διόδ. 15. 40.
Greek Monolingual
-ῶδες, Α συκοφάντης
συκοφαντικός.