χωστρίς: Difference between revisions
Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut
(47c) |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(15 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=chostris | |Transliteration C=chostris | ||
|Beta Code=xwstri/s | |Beta Code=xwstri/s | ||
|Definition=ίδος, ἡ | |Definition=-ίδος, ἡ, ([[χώννυμι]]) [[χελώνη]] χωστρίς a [[shed]] to [[protect]] [[besieger]]s in [[filling up the ditch of a town]], Plb.9.41.1, D.H.9.68(pl.), Onos.42.3, Ath.Mech.18.8, al.; without [[χελώνη]], Ph.''Bel.''97.28, Did.ad D.11.22; [[χωστρίδες]] distinguished from [[χελῶναι]], [[Diodorus Siculus|D.S.]]24.1; opp. <b class="b3">χελῶναι κριοφόροι</b>, Id.20.91. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1389.png Seite 1389]] ίδος, ἡ, ein Sturmdach, unter dem die Belagerer einer Stadt Gräben zuschütten, D. Hal. 9, 68 u. A. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1389.png Seite 1389]] ίδος, ἡ, ein Sturmdach, unter dem die Belagerer einer Stadt Gräben zuschütten, D. Hal. 9, 68 u. A. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χωστρίς:''' ίδος adj. f [[χώννυμι]] служащая для охраны осадно-земляных работ ([[χελώνη]] Polyb.).<br />ίδος ἡ воен. (лат. [[testudo]]) «[[черепаха]]» (навес для защиты осадно-земляных работ) Diod. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 17: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=- | |mltxt=-ίδος, ἡ, ΜΑ<br />([[κυρίως]] σε [[συνεκφορά]] με τη λ. [[χελώνη]]) [[είδος]] παραπήγματος κατάλληλου για την [[προστασία]] πολιορκητών, όταν αυτοί επιχειρούσαν [[επιχωμάτωση]] τάφρου εχθρικού οχυρού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χώννυμι]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[τρίς]] ([[πρβλ]]. [[ζωστρίς]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:45, 27 March 2024
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, (χώννυμι) χελώνη χωστρίς a shed to protect besiegers in filling up the ditch of a town, Plb.9.41.1, D.H.9.68(pl.), Onos.42.3, Ath.Mech.18.8, al.; without χελώνη, Ph.Bel.97.28, Did.ad D.11.22; χωστρίδες distinguished from χελῶναι, D.S.24.1; opp. χελῶναι κριοφόροι, Id.20.91.
German (Pape)
[Seite 1389] ίδος, ἡ, ein Sturmdach, unter dem die Belagerer einer Stadt Gräben zuschütten, D. Hal. 9, 68 u. A.
Russian (Dvoretsky)
χωστρίς: ίδος adj. f χώννυμι служащая для охраны осадно-земляных работ (χελώνη Polyb.).
ίδος ἡ воен. (лат. testudo) «черепаха» (навес для защиты осадно-земляных работ) Diod.
Greek (Liddell-Scott)
χωστρίς: -ίδος, ἡ, (χώννυμι) χελώνη χ., κατασκεύασμά τι ἐν εἴδει χελώνης ἢ σκιάδος προφυλάττον τοὺς πολιορκοῦντας ἀσχολουμένους νὰ πληρώσωσι διὰ χώματος τὴν τάφρον ὀχυρώματός τινος ἢ πόλεως, Πολύβ. 9. 41, 1, κλπ.· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ χελ. κριοφόροι, Διόδ. 20. 91· ἰδὲ ἐν λ. χελώνη ΙΙΙ.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, ΜΑ
(κυρίως σε συνεκφορά με τη λ. χελώνη) είδος παραπήγματος κατάλληλου για την προστασία πολιορκητών, όταν αυτοί επιχειρούσαν επιχωμάτωση τάφρου εχθρικού οχυρού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χώννυμι + επίθημα -τρίς (πρβλ. ζωστρίς)].